Ὀλυμπίασι: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "" to "ἡ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Olympiasi
|Transliteration C=Olympiasi
|Beta Code=&#42;)olumpi/asi
|Beta Code=&#42;)olumpi/asi
|Definition=Adv., <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[Ὀλυμπία]], [[]] : but Ὀλυμπιάσι [ᾰ], dat. pl. of [[Ὀλυμπιάς]].</span>
|Definition=Adv., <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[Ὀλυμπία]], ἡ : but Ὀλυμπιάσι [ᾰ], dat. pl. of [[Ὀλυμπιάς]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:20, 30 November 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλυμπίᾱσι Medium diacritics: Ὀλυμπίασι Low diacritics: Ολυμπίασι Capitals: ΟΛΥΜΠΙΑΣΙ
Transliteration A: Olympíasi Transliteration B: Olympiasi Transliteration C: Olympiasi Beta Code: *)olumpi/asi

English (LSJ)

Adv., A v. Ὀλυμπία, ἡ : but Ὀλυμπιάσι [ᾰ], dat. pl. of Ὀλυμπιάς.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλυμπίᾱσι: Ἐπίρρ., ἴδε Ὀλυμπία, ἡ· ἀλλὰ Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. τοῦ Ὀλυμπιάς.

French (Bailly abrégé)

adv.
à Olympie sans mouv.
Étymologie: Ὀλυμπία, -σι.

Greek Monolingual

ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α)
επίρ. στην Ολυμπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του Ὀλυμπία με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. θύρασι, Μουνυχίασι)].

Greek Monotonic

Ὀλυμπίᾱσι: επίρρ.:
I. στην Ολυμπία, σε Αριστοφ. κ.λπ.· πρβλ. θύρᾱσι, αλλά, II.Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. του Ὀλυμπιάς.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλυμπίᾱσι: (ν) adv. В Олимпии Thuc., Plat., Dem.

Middle Liddell

at Olympia, Ar., etc.; cf. θύρᾱσι.