προσφερής: Difference between revisions
Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosferis | |Transliteration C=prosferis | ||
|Beta Code=prosferh/s | |Beta Code=prosferh/s | ||
|Definition=ές, (προσφέρω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[similar]], [[like]], c. dat., <span class="bibl">Hdt.2.105</span>, <span class="bibl">4.33</span>, <span class="bibl">A. <span class="title">Ag.</span>1218</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>176</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>591</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>67</span>, <span class="bibl">Th.1.49</span>, etc.; προσφερέστατοι [τῇ θεῷ] ἄνδρες <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>24d</span>; τὸ σῶμα προσφερὴς τῇ | |Definition=ές, ([[προσφέρω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[similar]], [[like]], c. dat., <span class="bibl">Hdt.2.105</span>, <span class="bibl">4.33</span>, <span class="bibl">A. <span class="title">Ag.</span>1218</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>176</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>591</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>67</span>, <span class="bibl">Th.1.49</span>, etc.; προσφερέστατοι [τῇ θεῷ] ἄνδρες <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>24d</span>; τὸ σῶμα προσφερὴς τῇ ψυχῇ <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>494b</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Phlb.</span>51d</span>; <b class="b3">βίος οἴνῳ π</b>. <span class="bibl">Antiph.240</span>; προσφερέστερον [[δέμας]] <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>559</span>: rarely c. gen., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαι <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span>131</span> (lyr.). Adv. [[προσφερῶς]], c. dat., <span class="title">Placit.</span>4.4.4, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[πρόσφορος]], [[conducive]], [[useful]], τινι <span class="bibl">Hdt.5.111</span> (v.l. [[προφερέστερον]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ- | |elnltext=προσ-φερής -ές [προσφέρω] gelijkend op, met dat.:; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν gelijkend op droombeelden Aeschl. Ag. 1218; ἵνα μηδὲν εἴην ἔτι γυναικὶ προσφερής om te zorgen dat ik in niets meer op een vrouw leek Aristoph. Eccl. 67; met gen.. πατέρος... προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαί de glans in hun ogen, lijkend op (die van) hun vader Eur. HF 131. voordelig, nuttig; met dat.. τοῖσι σοῖσι πρήγμασι προσφερέστερον meer in jouw belang Hdt. 5.111.3. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:23, 11 December 2021
English (LSJ)
ές, (προσφέρω) A similar, like, c. dat., Hdt.2.105, 4.33, A. Ag.1218, Ch.176, E.Hel.591, Ar.Ec.67, Th.1.49, etc.; προσφερέστατοι [τῇ θεῷ] ἄνδρες Pl.Ti.24d; τὸ σῶμα προσφερὴς τῇ ψυχῇ Id.R.494b, cf. Phlb.51d; βίος οἴνῳ π. Antiph.240; προσφερέστερον δέμας E.Hel.559: rarely c. gen., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαι Id.HF131 (lyr.). Adv. προσφερῶς, c. dat., Placit.4.4.4, etc. II = πρόσφορος, conducive, useful, τινι Hdt.5.111 (v.l. προφερέστερον).
German (Pape)
[Seite 785] ές, hinzu, nahe gebracht, nahe kommend, ähnlich; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν, Aesch. Ag. 1191; αὐτοῖσιν ἡμῖν κάρτα προσφερὴς ἰδεῖν, Ch. 174; νυκτὶ προσφερεῖς κόρας, Eur. Or. 408; Hel. 597 u. öfter; Ar. Eccl. 67; u. in Prosa: Her. 2, 105. 4, 33; Thuc. 1, 49; Plat. Phil. 51 d Rep. X, 616 b u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Icaro- men. 2. – Bei Her. 5, 111 als v. l. προσφερέστατος, = προσφορώτατος, zuträglich.
Greek (Liddell-Scott)
προσφερής: -ές, (προσφέρω) ὁ πλησίον φερόμενος, πλησιάζων. ὅθεν μεταφορ., ὅμοιος, τινι Ἡρόδ. 2. 105., 4. 33, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1218, Χο. 176, Εὐρ. Ἑλ. 591, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 67, Θουκ. 1. 49, κλτ.· προσφερέστατοι αὐτῇ Πλάτ. Τίμ. 24D· τὸ σῶμα προσφερὲς τῇ ψυχῇ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 494Β, πρβλ. Φίληβ. 51D· προσφερέστερον δέμας Εὐρ. Ἐλ. 559· - σπανίως μετὰ γενικ., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 132. - Ἐπίρρ. -ρῶς. Πλούτ. 2. 898Ε, κτλ.· - πρβλ. ἐμφερής, προσεμφερής, προσφέρω Β. Ι. 5. ΙΙ. = πρόσφορος, συντελεστικός, χρήσιμος, τινι Ἡρόδ. 5. 111 (διάφορ. γραφ. προφερέστερον).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se rapporte à, qui a quelque rapport avec, semblable à, τινι;
Cp. προσφερέστερος.
Étymologie: προσφέρω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. παρεμφερής, παρόμοιος («εἴπω περὶ τῶν Κολχῶν, ὡς Αἰγυπτίοισι προσφερέες εἰσί», Ηρόδ.).
επίρρ...
προσφερῶς Α
κατά τρόπο παρεμφερή, παρομοίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -φερής (< φέρω), πρβλ. περι-φερής].
Greek Monotonic
προσφερής: -ές (προσφέρω),
I. αυτός που βρίσκεται κοντά, αυτός που πλησιάζει· μεταφ., πανομιότυπος, όμοιος, παρόμοιος, τινι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ σῶμα προσφερὲς τῇ ψυχῇ, σε Πλάτ.· σπανίως με γεν., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων, σε Ευρ.· πρβλ. ἐμφερής.
II. = πρόσφορος, χρήσιμος, ωφέλιμος, τινι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
προσφερής:
1) сходный, схожий, похожий (τινι Her., Aesch., Arph., Thuc., редко τινος Eur.): προσφερέστερον δέμας Eur. разительное внешнее сходство;
2) подходящий, выгодный, полезный (τινι Her. - v. l. προφερής).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φερής -ές [προσφέρω] gelijkend op, met dat.:; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν gelijkend op droombeelden Aeschl. Ag. 1218; ἵνα μηδὲν εἴην ἔτι γυναικὶ προσφερής om te zorgen dat ik in niets meer op een vrouw leek Aristoph. Eccl. 67; met gen.. πατέρος... προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαί de glans in hun ogen, lijkend op (die van) hun vader Eur. HF 131. voordelig, nuttig; met dat.. τοῖσι σοῖσι πρήγμασι προσφερέστερον meer in jouw belang Hdt. 5.111.3.
Middle Liddell
προσφερής, ές προσφέρω
I. brought near, approaching: metaph. resembling, similar, τινι Hdt., Aesch., etc.; τὸ σῶμα προσφερὴς τῇ ψυχῇ Plat.:—rarely c. gen., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων Eur.; cf. ἐμφερής.
II. = πρόσφορος, serviceable, τινι Hdt.