γαιονόμος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γαιονόμος''': -ον, ὁ κατοικῶν τὴν γῆν, [[κάτοικος]], τεκμήρι’ , ἃ γαιονόμοισιν ἄελπτα, ἐκ διορθώσεως του Herm. ἀντὶ τεκμήρια τά τ’ ἀνόμοια οἶδ’ ἄελπτα ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 54.
|lstext='''γαιονόμος''': -ον, ὁ κατοικῶν τὴν γῆν, [[κάτοικος]], τεκμήρι’, ἃ γαιονόμοισιν ἄελπτα, ἐκ διορθώσεως του Herm. ἀντὶ τεκμήρια τά τ’ ἀνόμοια οἶδ’ ἄελπτα ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 54.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 09:50, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαιονόμος Medium diacritics: γαιονόμος Low diacritics: γαιονόμος Capitals: ΓΑΙΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: gaionómos Transliteration B: gaionomos Transliteration C: gaionomos Beta Code: gaiono/mos

English (LSJ)

ον, A dwelling in the land: inhabitant, A.Supp.54(anap.).

Greek (Liddell-Scott)

γαιονόμος: -ον, ὁ κατοικῶν τὴν γῆν, κάτοικος, τεκμήρι’, ἃ γαιονόμοισιν ἄελπτα, ἐκ διορθώσεως του Herm. ἀντὶ τεκμήρια τά τ’ ἀνόμοια οἶδ’ ἄελπτα ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 54.

Spanish (DGE)

-ον
que vive en la región, de donde sust. habitante A.Supp.54.

Greek Monolingual

γαιονόμος, -ον (Α)
εκείνος που διαμένει σε μια χώρα, ο κάτοικος.

Russian (Dvoretsky)

γαιονόμος: ὁ обитатель земли Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαιονόμος -ον γαῖα, νέμω inwoner van het land (lyr.).