ἀποδεκατόω: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποδεκᾰτόω:''' v. l. [[ἀποδεκατεύω|ἀποδεκᾰτεύω]]<br /><b class="num">1)</b> платить десятину: ἀ. τι NT платить десятину с чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> взимать десятину, облагать десятиной (τὸν λαόν NT). | |elrutext='''ἀποδεκᾰτόω:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ἀποδεκατεύω|ἀποδεκᾰτεύω]]<br /><b class="num">1)</b> платить десятину: ἀ. τι NT платить десятину с чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> взимать десятину, облагать десятиной (τὸν λαόν NT). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:15, 9 January 2022
English (LSJ)
A tithe, take a tenth of, τι LXX 1 Ki.8.16; πάντα Ev.Luc. 18.12; ἀ. τὸν λαόν take tithe of them, Ep.Hebr.7.5; δεκάτην ἀ. τινός LXXDe.14.22. II pay tithe of, τι LXXGe.28.22, Ev.Matt.23.23, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεκᾰτόω: λαμβάνω τὸ δέκατον πράγματός τινος, τι ἙΒδ. (Βασιλ. Α΄, η΄, 16)· πάντα Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 12· ἀπ. τινὰ λαμβάνω δέκατον παρ’ αὐτοῦ, Ἐπισ. π. Ἑβρ. ζ΄, 5· δεκάτην ἀπ. τινος Ἑβδ. (Δευτ. ιδ΄, 22).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 payer ou offrir la dîme;
2 exiger la dîme de qqn, acc..
Étymologie: ἀπό, δεκατόω.
Spanish (DGE)
I 1c. ac. de cosa quedarse con la décima parte de τὰ ποίμνια LXX 1Re.8.17.
2 cobrar el diezmo a c. ac. de pers. τὸν λαόν Ep.Hebr.7.5, πατριάρχας Gr.Naz.M.36.133A.
II pagar el diezmo de c. ac. int. y ac. de cosa δεκάτην ἀποδεκατώσω αὐτά σοι LXX Ge.28.22, c. ac. int. y gen. δεκάτην ἀποδεκατώσεις παντὸς γενήματος τοῦ σπέρματός σου separarás el diezmo de todo el producto de tu sementera LXX De.14.22, c. ac. de cosa τὸ ἡδύοσμον Eu.Matt.23.23.
English (Strong)
from ἀπό and δεκατόω; to tithe (as debtor or creditor): (give, pay, take) tithe.
Greek Monotonic
ἀποδεκᾰτόω: μέλ. -ώσω, λαμβάνω το ένα δέκατο από ένα πράγμα, πληρώνω τη δεκάτη (φόρος), πάντα, σε Καινή Διαθήκη· ἀποδεκατόω τινά, λαμβάνω τη δεκάτη από κάποιον, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδεκᾰτόω: v.l. ἀποδεκᾰτεύω
1) платить десятину: ἀ. τι NT платить десятину с чего-л.;
2) взимать десятину, облагать десятиной (τὸν λαόν NT).
Middle Liddell
to tithe, pay tithes of, πάντα NTest.; ἀπ. τινά to take tithe of him, NTest.
Chinese
原文音譯:¢podekatÒw 阿坡-得卡拖哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:從-(第)十
字義溯源:獻上十分之一,捐上十分之一,取十分之一;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(δεκατόω)=付十分之一)組成;其中 (δεκατόω)出自(δέκατος)=十分之一), (δέκατος)出自(δέκατος)=第十),而 (δέκατος)出自(δέκα / δεκαέξ / δεκαοκτώ)*=十)
出現次數:總共(4);太(1);路(2);來(1)
譯字彙編:
1) 你們⋯獻上十分之一(2) 太23:23; 路11:42;
2) 取十分之一(1) 來7:5;
3) 都捐上十分之一(1) 路18:12