πορευτέος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πορευτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ πορεύεσθαι, ὁδὸς Σοφ. Φιλ. 993· ὄρη Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18. ΙΙ. οὐδ. πορευτέον, δεῖ πορεύεσθαι, Σοφ. Αἴ. 693, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 730, Πλάτ. Πολ. 452C.
|lstext='''πορευτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ πορεύεσθαι, ὁδὸς Σοφ. Φιλ. 993· ὄρη Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18. ΙΙ. οὐδ. πορευτέον, δεῖ πορεύεσθαι, Σοφ. Αἴ. 693, Εὐρ. Ἡρακλ. 730, Πλάτ. Πολ. 452C.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 16:55, 14 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορευτέος Medium diacritics: πορευτέος Low diacritics: πορευτέος Capitals: ΠΟΡΕΥΤΕΟΣ
Transliteration A: poreutéos Transliteration B: poreuteos Transliteration C: porefteos Beta Code: poreute/os

English (LSJ)

α, ον, A to be traversed, ὁδός S.Ph.993; ὄρη X.An.2.5.18. II neut. πορευτέον, one must go, S.Aj.690, E.Heracl.730, Pl.R.452c.

Greek (Liddell-Scott)

πορευτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ πορεύεσθαι, ὁδὸς Σοφ. Φιλ. 993· ὄρη Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18. ΙΙ. οὐδ. πορευτέον, δεῖ πορεύεσθαι, Σοφ. Αἴ. 693, Εὐρ. Ἡρακλ. 730, Πλάτ. Πολ. 452C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de πορεύω.

Greek Monotonic

πορευτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, σε Σοφ., Ξεν.
II. πορευτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να διαβεί, σε Σοφ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορευτέος -α -ον, adj. verb. van πορεύω, die begaan moet worden:; ἡ δ ’ ὁδὸς πορευτέα de reis moet ondernomen worden Soph. Ph. 993; n. πορευτέον er moet gegaan worden.

Middle Liddell

πορευτέος, η, ον, verb. adj.]
I. to be traversed, Soph., Xen.
II. πορευτέον, one must go, Soph., Eur.