ἐμφύτευμα: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἐμφῠ́τευμα | ||
|Medium diacritics=ἐμφύτευμα | |Medium diacritics=ἐμφύτευμα | ||
|Low diacritics=εμφύτευμα | |Low diacritics=εμφύτευμα | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emfytevma | |Transliteration C=emfytevma | ||
|Beta Code=e)mfu/teuma | |Beta Code=e)mfu/teuma | ||
|Definition=ατος, τό, in Roman law, | |Definition=ατος, τό, in Roman law, [[hereditary]] [[leasehold]] held on cultivating [[tenure]], Just.Nov.7.3.2; [[quitrent]] paid on such [[property]], Cod.Just.1.4.32, PMasp.298.40 (vi A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:44, 27 April 2022
English (LSJ)
ατος, τό, in Roman law, hereditary leasehold held on cultivating tenure, Just.Nov.7.3.2; quitrent paid on such property, Cod.Just.1.4.32, PMasp.298.40 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 820] τό, ein in Erbpacht gegebenes Gut, Novell.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 arrendamiento o cesión perpetua del dominio útil de un terreno, enfiteusis ἐκ προοιμίων τοῦ χρόνου τοῦ ἐμφυτεύματος Iust.Nou.120.1.2, cf. 7.3.2, 7.7.
2 canon anual pagado por el arrendamiento enfitéutico Cod.Iust.1.4.32, en dinero ἀπὸ τοῦ ἐμφ(υτεύματος) καρπ(ῶν) ... χρυσοῦ κερ(άτια) ἕξ BGU 2193.2, ἐτήσιον ἀπότακτον ἤτοι ἐ. PMasp.299.40 (ambos VI d.C.), en especie PMerton 47.3 (VI/VII d.C.).
Greek Monolingual
το (AM ἐμφύτευμα)
νεοελλ.
ξένο κτήμα που αναλαμβάνει να καλλιεργήσει κάποιος μακροχρόνια με ετήσιο μίσθωμα
αρχ.-μσν.
1. η ανάληψη μισθώσεως κτήματος για καλλιέργεια που στηρίζεται σε κληρονομικό δικαίωμα
2. το μίσθωμα που καταβάλλεται για τέτοιο κτήμα.