χελώνη: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[χελώνα]].
|mltxt=η / [[χελώνη]], ΝΜΑ, και [[χελύνη]] και αιολ. τ. [[χελύννα]] και [[χέλυννα]] Α<br /><b>1.</b> οστρακοφόρο βραδύκίνητο [[ερπετό]] (α. «πηγαίνει σαν [[χελώνα]]» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ.<br />γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῖαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> το όστρακο του ζώου [[αυτού]]<br /><b>3.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) (στον τ. [[χελώνη]]) α) [[είδος]] τροχοφόρας πολιορκητικής μηχανής, με [[υπόστεγο]] που προστάτευε τους επιτιθεμένους από τις βολές του εχθρού («κατεσκεύασε δὲ καὶ κριοὺς ὑπερμεγέθεις καὶ χελώνας δύο κριοφόρους», <b>Διόδ.</b>)<br />β) αιγινητικό [[νόμισμα]] με [[παράσταση]] του ζώου [[αυτού]], που κυκλοφορούσε σε όλη την Πελοπόνησσο [[κατά]] την περίοδο από τον 7ο ώς τον 5ο π.Χ. αιώνα<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> η [[Χελώνη]]<br />νεαρή [[γυναίκα]] που απαξίωσε να παραβρεθεί στους γάμους του [[Διός]] και της Ήρας, με [[αποτέλεσμα]] να τήν μεταμορφώσει ο [[Ερμής]] σε [[χελώνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι χελώνες</i><br /><b>ζωολ.</b> γενική [[κοινή]] [[ονομασία]] τών μακρόβιων χελώνιων ερπετών που ανήκουν στη μοναδική αρτίγονη [[τάξη]] της πρωτόγονης υφομοταξίας αναψιδωτά, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους το [[χέλυο]], ένα συμπαγές προστατευτικό όστρακο που περικλείει το [[σώμα]] τους, και [[είναι]] [[ευρέως]] διαδεδομένα στην χέρσο, στη [[θάλασσα]] και στα [[γλυκά]] και υφάλμυρα νερά<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] δικότυλων αγγειόσπερμων [[φυτών]] της Βόρειας Αμερικής, το οποίο ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκροφουλαριίδες]]<br /><b>3.</b> <b>(μεταλργ.)</b> α) (παλαιότερα) μικρό [[πλίνθωμα]] μολύβδου για τη [[χύτευση]] [[σφαιρών]] τών εμπροσθογεμών τυφεκίων<br />β) (γενικά) το [[πλίνθωμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «θαλάσσια [[χελώνα]]»<br /><b>ζωολ.</b> γενική [[κοινή]] [[ονομασία]] τών θαλάσσιων χελωνών τών οικογενειών δερμοχελυΐδες και [[χελωνιίδες]], που [[είναι]] προσαρμοσμένες στην υδρόβια [[διαβίωση]]<br />β) «μεσογειακή [[χελώνα]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους Testudo hermanii, το οποίο [[είναι]] [[ευρέως]] διαδεδομένο στις μεσογειακές ακτές της Ευρώπης<br />γ) «ελληνική [[χελώνα]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους Testudo graeca, που απαντά στα ανατολικά Βαλκάνια, στη νότια Ισπανία, στη βόρεια Αφρική, στη Μικρά Ασία και σε ορισμένα νησιά της Μεσογείου<br />δ) «κρασπεδωτή [[χελώνα]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους Testudo marginata, που θεωρείται ενδημικό [[είδος]] της Ελλάδας, [[αλλά]] εντοπίζεται και στη Σαρδηνία, όπου, [[πιθανώς]], έχει μεταφερθεί από τον άνθρωπο<br />ε) «σαν τη [[χελώνα]]»<br /><b>μτφ.</b> με πολύ αργή [[κίνηση]] ή με πολύ μικρή πρόοδο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το κατασκευασμένο από το όστρακο του ζώου [[αυτού]] [[ηχείο]] λύρας («ἐν τῷ ζυγῷ τῆς λύρας καὶ τῇ χελώνῃ καὶ τοῖς κολλάβοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> όχημα με τροχούς ή κυλίνδρους για τη [[μεταφορά]] πολύ βαριών αντικειμένων<br /><b>3.</b> [[υποπόδιο]], [[σκαμνάκι]] για τα πόδια<br /><b>4.</b> [[χαμηλός]] [[λόφος]]<br /><b>5.</b> [[τάφος]] με θολωτή [[στέγη]]<br /><b>6.</b> [[είδος]] επιδέσμου<br /><b>7.</b> [[τμήμα]] χειρουργικού εργαλείου που εξασφάλιζε αργή, κανονική [[κίνηση]]<br /><b>8.</b> [[χελώνιον]]. [[εξάρτημα]] μηχανήματος συστροφής<br /><b>9.</b> [[στρατιωτικός]] [[σχηματισμός]] της [[φάλαγγας]], με τις ασπίδες ενωμένες [[πάνω]] από τους επιτιθεμένους σε [[σχήμα]] του [[παραπάνω]] ζώου<br /><b>10.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «καὶ [[τρόπις]] τῆς νεὼς διὰ τὸ ἐπικαμπές»<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χελώνη]] [[κριοφόρος]]» — [[χελώνη]] κατασκευασμένη για να προστατεύει τον πολιορκητικό κριό (<b>Διόδ.</b>)<br />β) «[[χελώνη]] [[χωστρίς]]» — [[χελώνη]] για την [[προστασία]] εκείνων που υπονόμευαν τα τείχη του εχθρού (<b>Πολ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ἰώ, χελῶναι, μακάριοι τοῦ δέρματος» — λεγόταν για πλήρη [[αναισθησία]] ή [[αδιαφορία]]<br />β) «ἦ χρὴ χελώνης ἤ φαγεῖν ἤ μὴ φαγεῖν» — λεγόταν για κάποιον που αρχίζει να κάνει [[κάτι]] και [[ξαφνικά]] σταματάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χέλυς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm