χέλυο: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] τό, die Schildkrötenschaale, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χέλυον''': τό, τὸ [[ὄστρακον]] τῆς ὑδροχελώνης, Πλίν. 12. 9, πρβλ. 6. 31. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[χέλυο]], το / [[χέλυον]], ΝΑ [[χέλυς]], -<i>υος</i>]<br />το [[όστρακο]] της [[χελώνα]]ς, κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[καύκαλο]] ή [[καβούκι]], [[καθώς]] και με την εμπορική [[ονομασία]] [[ταρταρούγα]]. | |mltxt=[[χέλυο]], το / [[χέλυον]], ΝΑ [[χέλυς]], -<i>υος</i>]<br />το [[όστρακο]] της [[χελώνα]]ς, κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[καύκαλο]] ή [[καβούκι]], [[καθώς]] και με την εμπορική [[ονομασία]] [[ταρταρούγα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 9 June 2022
German (Pape)
[Seite 1348] τό, die Schildkrötenschaale, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χέλυον: τό, τὸ ὄστρακον τῆς ὑδροχελώνης, Πλίν. 12. 9, πρβλ. 6. 31.
Greek Monolingual
χέλυο, το / χέλυον, ΝΑ χέλυς, -υος]
το όστρακο της χελώνας, κν. γνωστό σήμερα ως καύκαλο ή καβούκι, καθώς και με την εμπορική ονομασία ταρταρούγα.