εὐθυτενής: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐθυτενής]], -ές)<br />ο [[ευθύς]], ο [[ίσιος]] (α. «ευθυτενές [[παράστημα]]» β. «εὐθυτενὴς | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐθυτενής]], -ές)<br />ο [[ευθύς]], ο [[ίσιος]] (α. «ευθυτενές [[παράστημα]]» β. «εὐθυτενὴς πλοῦς» γ. «εὐθυτενῆ τὴν [[τρίχα]]» δ. «εὐθυτενὴς [[τομή]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δίκαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τενής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τεν</i>- [[πρβλ]]. [[τείνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>τέν</i>-<i>jω</i>), [[πρβλ]]. [[εκτενής]], [[σχοινοτενής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 13 June 2022
English (LSJ)
ές, (τείνω) A straight, ὁδός Ph.1.456, cf. Dion.Byz.3; πλοῦς Iamb.VP3.16; εὐ. τὴν τρίχα Ael.NA4.34: Medic., τομή Antyll. ap. Orib.44.8.1. Adv. -νῶς ib.9, Ph.1.338, Gal.18(1).797.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυτενής: -ές, (τείνω) πρὸς τὸ εὐθὺ τεταμένος, εὐθύς, Αἰλ. π. Ζ. 4. 34, Φίλων 1. 456. - Ἐπίρρ. -νῶς, Γαλην. 12. 477F. - Ἐπίρρ. εὐθυτενῶς, κατ’ εὐθεῖαν, Φίλων, Ι. 338, 24.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tendu en droite ligne, direct.
Étymologie: εὐθύς, τείνω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐθυτενής, -ές)
ο ευθύς, ο ίσιος (α. «ευθυτενές παράστημα» β. «εὐθυτενὴς πλοῦς» γ. «εὐθυτενῆ τὴν τρίχα» δ. «εὐθυτενὴς τομή»)
αρχ.-μσν.
δίκαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -τενής (< θ. τεν- πρβλ. τείνω < τέν-jω), πρβλ. εκτενής, σχοινοτενής].