Ἰασώ: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Ἰασώ]], -οῡς, ιων. τ. Ἰησώ, ἡ (Α) [[ιάομαι</i>- <i>ώμαι]]<br />θεά της ίασης και της υγείας («[[Ἰασώ]] μὲν... ὑπηρυθρίασε», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[Ἰασώ]], -οῦς, ιων. τ. Ἰησώ, ἡ (Α) [[ιάομαι</i>- <i>ώμαι]]<br />θεά της ίασης και της υγείας («[[Ἰασώ]] μὲν... ὑπηρυθρίασε», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:40, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰᾱσώ Medium diacritics: Ἰασώ Low diacritics: Ιασώ Capitals: ΙΑΣΩ
Transliteration A: Iasṓ Transliteration B: Iasō Transliteration C: Iaso Beta Code: *)iasw/

English (LSJ)

Ion. Ἰησώ, όος, contr. οῦς, ἡ, voc. Ἰασοῖ, (ἰάομαι) A Iaso, the goddess of healing and health, Ar.Pl.701,Fr.21, Herod.4.6, Paus.1.34.3.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰᾱσώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, κλητ. Ἰασοῖ, (ἰάομαι) θεὰ τῆς ἰάσεως καὶ τῆς ὑγιείας, Ἀριστοφ. Πλ. 701, Ἀποσπ. 83, Παυσ. 1. 34, 3.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Iasô, déesse de la santé.
Étymologie: ἰάομαι.

Greek Monolingual

Ἰασώ, -οῦς, ιων. τ. Ἰησώ, ἡ (Α) [[ιάομαι- ώμαι]]
θεά της ίασης και της υγείας («Ἰασώ μὲν... ὑπηρυθρίασε», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

Ἰᾱσώ: -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, κλητ. Ἰασοῖ (ἰάομαι), η Ιασώ, θεότητα της ιάσεως και της υγείας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Ἰᾱσώ: οῦς (ῐ) ἡ Иасо (дочь Асклепия или Амфиарая, сестра Гигиеи, богиня исцеления) Arph.

Middle Liddell

ἰάομαι
Iaso, the goddess of healing, Ar.