υπερακμάζω: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(43)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἀκμάζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έχω υπερβεί την [[ακμή]] της ηλικίας μου, έχουν περάσει τα [[νιάτα]] μου<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]], έχω [[αφθονία]] από [[κάτι]] («παντοίοις ὑπερακμάζων κακοῑς», Θεοφ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερτερώ]] σε [[ακμή]], [[υπερέχω]] σε [[δύναμη]].
|mltxt=ΜΑ [[ἀκμάζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έχω υπερβεί την [[ακμή]] της ηλικίας μου, έχουν περάσει τα [[νιάτα]] μου<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]], έχω [[αφθονία]] από [[κάτι]] («παντοίοις ὑπερακμάζων κακοῖς», Θεοφ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερτερώ]] σε [[ακμή]], [[υπερέχω]] σε [[δύναμη]].
}}
}}

Latest revision as of 14:56, 18 June 2022

Greek Monolingual

ΜΑ ἀκμάζω
μσν.
1. έχω υπερβεί την ακμή της ηλικίας μου, έχουν περάσει τα νιάτα μου
2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία από κάτι («παντοίοις ὑπερακμάζων κακοῖς», Θεοφ.)
αρχ.
υπερτερώ σε ακμή, υπερέχω σε δύναμη.