ἐνδιαβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[denigrar]], [[acusar falazmente]], [[calumniar]] c. ac. de pers. ἀφικνεῖται πρὸς Καμβύσην ἐνδιαβάλλων τὸν ἀδελφὸν ... ὡς ἐπιβουλεύοντα αὐτῷ Ctes.13 (p.460.15), ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με ἐνδιέβαλλόν με LXX <i>Ps</i>.108.4, cf. Iren.Lugd.<i>Haer</i>.4.20.12, τοὺς ἐξηγητάς Eus.<i>HE</i> 6.19.2, en v. pas. ὁ ἐνδιαβαλλόμενος Luc.<i>Cal</i>.24.<br /><b class="num">2</b> [[desviar]], [[apartar de un propósito o intención]] ἀνέστη ὁ ἄγγελος τοῦ θεοῦ ἐνδιαβάλλειν αὐτόν LXX <i>Nu</i>.22.22.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[denigrar]], [[acusar falazmente]], [[calumniar]] c. ac. de pers. ἀφικνεῖται πρὸς Καμβύσην ἐνδιαβάλλων τὸν ἀδελφὸν ... ὡς ἐπιβουλεύοντα αὐτῷ Ctes.13 (p.460.15), ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με ἐνδιέβαλλόν με [[LXX]] <i>Ps</i>.108.4, cf. Iren.Lugd.<i>Haer</i>.4.20.12, τοὺς ἐξηγητάς Eus.<i>HE</i> 6.19.2, en v. pas. ὁ ἐνδιαβαλλόμενος Luc.<i>Cal</i>.24.<br /><b class="num">2</b> [[desviar]], [[apartar de un propósito o intención]] ἀνέστη ὁ ἄγγελος τοῦ θεοῦ ἐνδιαβάλλειν αὐτόν [[LXX]] <i>Nu</i>.22.22.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:20, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδιαβάλλω Medium diacritics: ἐνδιαβάλλω Low diacritics: ενδιαβάλλω Capitals: ΕΝΔΙΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: endiabállō Transliteration B: endiaballō Transliteration C: endiavallo Beta Code: e)ndiaba/llw

English (LSJ)

A calumniate, Ctes.Fr.29.10, LXXPs.108(109).4, Luc. Cal.24 (Act. and Pass.). 2 stand in the way as an adversary, LXXNu.22.22.

German (Pape)

[Seite 833] (s. βάλλω), darüber verläumden, Luc. calumn. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαβάλλω: διαβάλλω, κατηγορῶ, «ἐνδιαβαλεῖν, τὸ διαμπὰξ βαλεῖν συκοφαντικῶς» (Εὐστ. Ἰλ. 106. 18), Κτησ. Περσ. 10, Λουκ. π. Διαβολῆς 24.

French (Bailly abrégé)

accuser, acc..
Étymologie: ἐν, διαβάλλω.

Spanish (DGE)

1 denigrar, acusar falazmente, calumniar c. ac. de pers. ἀφικνεῖται πρὸς Καμβύσην ἐνδιαβάλλων τὸν ἀδελφὸν ... ὡς ἐπιβουλεύοντα αὐτῷ Ctes.13 (p.460.15), ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με ἐνδιέβαλλόν με LXX Ps.108.4, cf. Iren.Lugd.Haer.4.20.12, τοὺς ἐξηγητάς Eus.HE 6.19.2, en v. pas. ὁ ἐνδιαβαλλόμενος Luc.Cal.24.
2 desviar, apartar de un propósito o intención ἀνέστη ὁ ἄγγελος τοῦ θεοῦ ἐνδιαβάλλειν αὐτόν LXX Nu.22.22.

Greek Monolingual

ἐνδιαβάλλω (Α)
διαβάλλω, κατηγορώἀντί τοῦ ἀγαπᾱν με, ἐνδιέβαλλόν με», ΠΔ.).

Greek Monotonic

ἐνδιαβάλλω: συκοφαντώ, διαβάλλω, κακολογώ, δυσφημώ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιαβάλλω: (в чем-л.) возводить клевету, клеветать (ὁ ἐνδιαβάλλων καὶ ὁ ἐνδιαβαλλόμενος Luc.).

Middle Liddell

to calumniate in a matter, Luc.