ἐράω: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
mNo edit summary |
m (Text replacement - "([Α-Ωα-ωίϊίΐἶἶἴῖἰἱἵἰὶἱἸόὀὁόὅὍὄάἄἅᾳἀἁᾴὰάᾷέέἐἑἕἕἔύϋύΰὖῦῆἠἡἥἦἤἤἩῃήήῇώῳώῶῷὠὦὧὠᾠὤὥὡπῥσὑὐὕφΧψὸἂ...) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i> [[ἤρων]];<br /><b>1</b> aimer d’amour, être épris de : τινος de qqn ; ὁ [[ἐρῶν]], l’amant ; ὁ [[ἐρώμενος]], l’homme aimé ; ἡ ἐρωμένη HDT la femme aimée;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> aimer passionnément, mais sans idée d’amour;<br /><b>3</b> désirer vivement, souhaiter, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐράομαι | |btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i> [[ἤρων]];<br /><b>1</b> aimer d’amour, être épris de : τινος de qqn ; ὁ [[ἐρῶν]], l’amant ; ὁ [[ἐρώμενος]], l’homme aimé ; ἡ ἐρωμένη HDT la femme aimée;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> aimer passionnément, mais sans idée d’amour;<br /><b>3</b> désirer vivement, souhaiter, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐράομαι]], [[ἐρῶμαι]] <i>seul. prés.</i> aimer d’amour, être épris de.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.<br /><span class="bld">2</span>verser, répandre ; vomir.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἔρα]] terre, mais le rapport originel s’est perdu (verser « à terre »). | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 09:03, 29 June 2022
English (LSJ)
(A), used in Act. only in pres. and impf. (which in Poetry are ἔραμαι, ἠράμην), Ion. ἐρέω Archil.25.3 : impf. A ἤρων Hdt.9.108, E.Fr. 161, Ar.Ach.146:—Pass., ἀντερᾶται X.Smp.8.3; opt. ἐρῷο Id.Hier.11.11; inf. ἐρᾶσθαι Plu.Brut.29, etc.; part. ἐρώμενος (v. infr.):— also ἐράομαι, 3sg.ἐρᾶται Plu.2.753b, Philostr.Gym.48 (ἐράασθε v. sub ἔραμαι): all other tenses will be found under ἔραμαι:—love, c. gen. pers., prop. of the sexual passion, to be in love with (οὐκ ἐρᾷ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..οὐδὲ πατὴρ θυγατρός X.Cyr.5.1.10), ἤρα τῆς..γυναικός Hdt. 9.108, etc.: c. acc. cogn., ἐρᾶν ἔρωτα E.Hipp.32, Pl.Smp.181b : abs., ἐρῶν = a lover, v.l. in Pi.O.1.80 (pl.), S.Fr.149.8 (pl.); opp. ἡ ἐρωμένη = the beloved one, Hdt.3.31, S.E.P.3.196; [ὁ] ἐρώμενος X.Smp.8.36, Pl.Phdr.239a, cf. Ar.Eq.737 (pl.); τὸν ἐρώμενον αὐτοῦ, Lat. delicias ejus, Arist.Pol.1303b23. 2 without sexual reference, love warmly, opp. φιλέω, οὐδ' ἤρα οὐδ' ἐφίλει Pl.Ly.222a:—and in Pass., ὥστε οὐ μόνον φιλοῖο ἂν ἀλλὰ καὶ ἐρῷο X.Hier.11.11, cf. Plu.Brut.29; κινεῖ [τὸ οὗ ἕνεκα] ὡς ἐρώμενον Arist.Metaph.1072b3. II c. gen. rei, love or desire passionately, τυραννίδος Archil.25.3; τερπνότατον τοῦ τις ἐρᾷ τὸ τυχεῖν Thgn.256; μάχης ἐρῶν A.Th.392; μόνος θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ Id.Fr.161; ἀμηχάνων ἐρᾷς S.Ant.90; πατρίδος ἐρᾶν E. Ph.359; οὗ ἐπιθυμεῖ τε καὶ ἐρᾷ Pl.Smp.200a : and c. inf., desire to do, A.Fr.44.1; θανεῖν ἐρᾷ S.Ant.220; ἀποθανεῖν ἐρῶντες Hp.de Arte 7; φαγεῖν Ar.Ach.146; πληροῦσθαι Pl.Phlb.35a.
ἐράω (B), A pour forth, vomit, ἐρᾶσαι· κενῶσαι, Hsch.: usually in compds., ἀπὸ σφαγὴν ἐρῶν A.Ag.1599, cf. ἀπεράω, ἐξεράω, κατεράω, κατεξεράω, μετεράω, συνεράω.
German (Pape)
[Seite 1018] ausgießen, auswerfen, nur in compp. ἀπεράω, ἐξεράω u. ä., d. m. s.) praes. u. impf. = ἔραμαι, wo der aor. u. das fut. angegeben sind, lieben, liebhaben, begehren, meist von leidenschaftlicher, sinnlicher Geschlechtsliebe, ἄνδρες ἐρῶντες Pind. Ol. 1, 80, der sonst, wie Hom., nur ἔραμαι hat, was zu vgl.; τῶν δὲ καλῶν οὔτι σὺ μοῦνος ἐρᾷς Theogn. 696; ἔρα τῆς γυναικός Her. 9, 108; ἐάν τίς του τύχῃ ἐρῶν ἢ ἄῤῥενος ἢ θηλείας Plat. Rep. V, 468 c; καὶ ἐπιθυμεῖν Conv. 200 a; ὁ ἐρώμενος, der Geliebte, Phaedr. 239 a u. öfter, Xen. u. Folgde, wie ἡ ἐρωμένη, die Geliebte. – Es ist stärker als φιλέω, wie Xen. sagt ὥςτε οὐ μόνον φιλοῖο ἂν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο ὑπ' ἀνθρώπων, Hier. 11, 11; vgl. Plut. Brut. 29 Βροῦτον δι' ἀρετὴν φιλεῖσθαι μὲν ὑπὸ τῶν πολλῶν, ἐρᾶσθαι δὲ ὑπὸ τῶν φίλων; Apollon. de constr. p. 292, 1 sagt συνετοῦ μέν ἐστι καὶ ἀγαθοῦ τὸ φιλεῖν, καθάπερ καὶ πατέρες παῖδας φιλοῦσιν, οὐ μὴν συνετοῦ τὸ ἐρᾶν (vgl. amare), vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 10; – Plat. vrbdí οὐδὲ ἤρα οὐδὲ ἐφίλει Lys. 222 a; ἐρᾶν ἔρωτα Eur. Hipp. 31, vgl. 337; οὗτός ἐστιν ὁ Ἄρως, ὃν οἱ φαῦλοι τῶν ἀνθρώπων ἐρῶσιν Plat. Conv. 181 b; Luc. Scyth. u. a. Sp.; τοσοῦτον ἔρωτα ἐρῶσιν ὠχροῦ καὶ βαρέος κτήματος Luc. Char. 11; – lieben in weiterer Bedeutung, Luft u. Gefallen an Etwas haben, begehren, θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ Aesch. frg. 147; μάχης Spt. 374; ἀμηχάνων, nach Unmöglichem trachtest du, Soph. Ant. 90; c. int., ὅς θανεῖν ἐρᾷ 220; τῆς σῆς οὐκ ἐρῶ τιμῆς τυχεῖν El. 356; ταλαιπώρων πραγμάτων Ar. Av. 135; κενούμενος ἐρᾷ πληροῦσθαι Plat. Phil. 34 a; μαθήματος Rep. VI, 485 b; φρονήσεως Phaed. 68 a; ἐρῶντες ἀνασώσασθαι τὴν πατρῴαν δόξαν Xen. Hell. 7, 5, 16. – Das med. ἐράομαι, = ἔραμαι, findet sich Sapph. frg. 59; ἐρᾶται Theocr. 2, 149; so auch ἐράασθε für ἐρᾶσθε Il. 16, 208 zu erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐράω: ἐκχέω, τύπος εὑρισκόμενος μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπ-, ἐξ-, κατ-, κατεξ-, μετ-, συνερέω, ἐκτὸς ἂν διατηρηθῇ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1599.
ἐν τῷ ἐνεργ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἃ παρὰ ποιηταῖς εἶναι ἔραμαι, ἠράμην), Ἰων. ἐρέω, Ἀρχίλ. 21: παρατ. ἤρων, Ἡρόδ. 9. 108, Εὐρ. Ἀποσπ. 161, Ἀριστοφ. Ἀχ. 146. - Παθ., (ἐν συνθ.) ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8. 3· εὐκτ. ἐρῷο ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 11, 11, ἀπαρ. ἐρᾶσθαι Πλουτ. Βροῦτ. 29, κτλ., μετοχ. ἐρώμενος (ἴδε κατωτ.): - ἀλλὰ τὸ ἐράομαι εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει ὡς Ἀποθ., ὡς τὸ ἔραμαι, γ΄ ἑνικ. ἐρᾶται Σαπφὼ 16, Θεόκρ. 2. 149, (τὸ β΄ πληθ. ἐράασθε ἐκτείνεται Ἐπικῶς ἀντὶ ἔρασθε): - ἅπαντες οἱ λοιποὶ χρόνοι εὑρίσκονται ἐν τῷ ἄρθρῳ ἔραμαι. Ἐρῶ, ἔχω ἔρωτα, ἀγαπῶ μὲ ἔρωτα, μετὰ γεν. προσ., κυρίως ἐπὶ τοῦ σφοδροῦ μεταξὺ τῶν δύο γενῶν ἔρωτος, εἶμαι ἐρωτευμένος μέ τινα (ἐντεῦθεν παρὰ Ξεν., οὐκ ἐρᾷ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..., οὐδὲ πατὴρ θυγατρὸς Κύρ. 5. 1, 10)· ἤρα τῆς… γυναικὸς Ἡρόδ. 9. 108, κτλ.· ἐρᾶν καὶ ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Συμπ. 200Α· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐρᾶν ἔρωτα Εὐρ. Ἱππ. 31, Πλάτ. Συμπ. 181Β· ἀλλ’ ἀσχέτως πρὸς τὸν μεταξύ τῶν δύο γενῶν ἔρωτα, ἀγαπῶ θερμῶς, διαστελλόμενον τοῦ φιλέω ὡς τὸ Λατ. amo ἀπὸ τοῦ diligo (ἴδε φιλέω Ι. 3), οὐδ’ ἤρα οὐδ’ ἐφίλει Πλάτ. Λύσ. 222Α· καὶ ἐν τῷ παθ., ὥστε οὐ μόνον φιλοῖο ἂν ἀλλὰ καὶ ἐρῷο Ξεν. Ἱέρ. 11, 11, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 29: - ἀπολ., ἐρῶν, ἐραστής, Πινδ. Ο. 1. 128 (ὅστις ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸ ἔραμαι), Σοφ. Ἀποσπ. 162· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐρωμένη Ἡρόδ. 3. 36· ὁ ἐρώμενος Ξεν. Συμπ. 8. 36, Πλάτ. Φαῖδρ. 239Α, κτλ., πρβλ. Αριστοφ. Ἱππ. 737. τὸν ἐρώμενον αὐτοῦ, (delicias ejus, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
seul. prés. et impf. ἤρων;
1 aimer d’amour, être épris de : τινος de qqn ; ὁ ἐρῶν, l’amant ; ὁ ἐρώμενος, l’homme aimé ; ἡ ἐρωμένη HDT la femme aimée;
2 p. ext. aimer passionnément, mais sans idée d’amour;
3 désirer vivement, souhaiter, gén.;
Moy. ἐράομαι, ἐρῶμαι seul. prés. aimer d’amour, être épris de.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
2verser, répandre ; vomir.
Étymologie: DELG ἔρα terre, mais le rapport originel s’est perdu (verser « à terre »).
English (Slater)
ἐράω
1 love εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι fr. 127. 1.
Greek Monolingual
(I) βλ. ερώ (II) ἐράω (Α) εκχέω.
Greek Monotonic
ἐράω: (Α), χρησιμ. στην Ενεργ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. (στους Ποιητές ἔραμαι, ἠράμην)· παρατ. ἤρων — Παθ., βʹ ενικ. ευκτ. ἐρῷο, απαρ. ἐρᾶσθαι, μτχ. ἐρώμενος· αλλά, ἐράομαι, επίσης ως αποθ., γʹ ενικ. ἐρᾶται·
I. αγαπώ, είμαι ερωτευμένος, με γεν. προσ., σε Ξεν. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., ἐρᾶνἔρωτα, σε Ευρ.· απόλ., ἐρῶν, εραστής, αντίθ. προς ἡ ἐρωμένη, η αγαπημένη, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για πράγματα, αγαπώ ή ποθώ παθιασμένα, τυραννίδος, σε Αρχίλ.· μάχης, σε Αισχύλ.· και με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι,σε Σοφ., Ευρ.
• ἐράω: (Β), εκχέω, χύνω έξω, εξεμώ, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐράω: (impf. ἤρων) редко Hom., Sappho, Theocr., med.
1) страстно любить, быть влюбленным (τῆς γυναικός τινος Her.; οὐκ ἐρᾷ πατὴρ θυγατρός Xen.; πρός τινα Arst.): ἐ. καὶ ἐπιθυμεῖν Plat. пылать страстной любовью; ἐ. ἔρωτα Eur., Luc.; пламенеть любовью; ὁ ἐρῶν Pind., Plut. влюбленный, любящий; ὁ ἐρώμενος Plat., Arst.; возлюбленный;
2) горячо любить (οὐ μόνον φιλεῖσθαι, ἀλλὰ καὶ ἐρᾶσθαι ὑπό τινος Xen.);
3) стремиться, страстно желать (μάχης Aesch.; πατρίδος Eur.; θανεῖν Soph.): ἐ. ἀμηχάνων Soph. или τῶν ἀδυνάτων Arst. хотеть невозможного.
Frisk Etymological English
1. See also: s. ἔραμαι.
2. See also: s. ἀπεράω.
Middle Liddell
1
I. to love, to be in love with, c. gen. pers., Xen., etc.: c. acc. cogn., ἐρᾶν ἔρωτα Eur.:—absol., ἐρῶν a lover, opp. to ἡ ἐρωμένη the beloved one, Hdt.
II. of things, to love or desire passionately, τυραννίδος Archil.; μάχης Aesch.; and c. inf. to desire to do, Soph., Eur.
2
to pour out, vomit forth, Aesch.
Frisk Etymology German
ἐράω: 1.
{eráō}
Grammar: v.
Meaning: heftig verlangen, lieben
See also: s. ἔραμαι.
Page 1,548
2.
{*eráō}
See also: s. ἀπεράω.
Page 1,548
Translations
Abenaki: kazalmômuk; Adangme: suɔ; Afrikaans: lief; Ainu: カタイロッケ; Albanian: do; American Sign Language: ILY@Side-PalmForward; Arabic: أَحَبَّ; Egyptian Arabic: حب; Aragonese: amar; Armenian: սիրել; Aromanian: agãpisescu, alughescu; Assamese: ভাল পোৱা, মৰম কৰা; Asturian: querer; Azerbaijani: sevmək; Bashkir: яратыу; Basque: maite izan, maitatu; Belarusian: любі́ць, каха́ць; Bengali: ভালবাসা; Breton: karout; Bulgarian: оби́чам; Burmese: အချစ်, ချစ်ခင်; Catalan: estimar, voler; Cebuano: higugma; Cherokee: ᏥᎨᏳᎢ; Chinese Cantonese: 愛, 爱, 愛情, 爱情; Dungan: нэ; Hakka: 愛, 愛; Mandarin: 愛, 爱, 熱愛, 热爱, 愛好, 爱好, 愛戴, 爱戴; Min Dong: 愛, 愛; Min Nan: 愛情, 爱情, 情愛, 情爱, 愛, 爱; Wu: 愛, 爱; Chuvash: сав; Coptic: ⲙⲉ; Corsican: amà; Crimean Tatar: sevmek; Czech: milovat, mít rád; Dalmatian: amur; Danish: elske; Dhivehi: ލޯބި; Dolgan: багар; Dutch: houden van, beminnen, liefhebben, graag zien; Esperanto: ami; Estonian: armastama; Faroese: elska; Finnish: rakastaa; French: aimer; Friulian: amâ; Galician: amar; Georgian: სიყვარული; German: lieben, lieb haben, gern haben; Gothic: 𐍆𐍂𐌹𐌾𐍉𐌽; Greek: αγαπώ; Ancient Greek: ἀγαπάω, φιλέω, ἐράω, στέργω; Guaraní: hayhu; Gujarati: પ્રેમ કરવો; Haitian Creole: renmen; Hebrew: אָהַב; Hindi: प्यार करना, प्रेम करना, इश्क़ करना, मुहब्बत करना; Hungarian: szeret; Icelandic: elska; Ido: amar; Indonesian: cinta; Ingrian: suvata; Interlingua: amar; Irish: gráigh; Italian: amare, volere bene; Japanese: 愛する, 恋する, 愛でる, 好む, 愛好する; Jarai: amuăih; Karok: íimnih; Kazakh: сүю; Khmer: ស្រឡាញ់; Korean: 사랑하다, 애정을 품다; Kumyk: сюймек; Kurdish Central Kurdish: خۆشویستن; Northern Kurdish: hez kirin, hez kirin; Kyrgyz: сүйүү; Ladin: amà; Lao: ຮັກ; Latin: amō, amo; Latvian: mīlēt; Lezgi: кӀан хьун; Ligurian: amà; Lingala: linga; Lithuanian: mylėti; Lombard: amà; Luo: hero; Luxembourgish: gär hunn; Macedonian: љуби, сака; Malay: cinta; Malayalam: ഇഷ്ടപ്പെടുക; Maltese: ħabb; Manchu: ᠪᡠᠶᡝᠮᠪᡳ, ᠴᡳᡥᠠᠯᠠᠮᠪᡳ, ᡥᡳᠠᡵᠠᠮᠪᡳ; Maori: hiahia, aroha, tāmau; Marathi: प्रेम; Marshallese: yokwe; Mirandese: amar; Mizo: hmangaih; Mogholi: täla; Mongolian: хайрлах; Mozarabic: اماري; Nahuatl: tlahzoa, tlajsoa; Navajo: ayóóʼáyóʼní; Neapolitan: amà; Norman: aimer; North Frisian: liibe, leew haa, lefhaa; Northern Thai: ᩁᩢ᩠ᨠ; Norwegian: elske; Occitan: aimar; Old Church Slavonic Cyrillic: любити; Old English: lufian; Old Frisian: minnia; Old Occitan: amar; Ottoman Turkish: سومك; Persian: دوست داشتن, عشق داشتن, عاشق بودن, مهر ورزیدن; Pipil: -tasujta, -tazuhta; Polabian: ľaibĕt; Polish: kochać; Portuguese: amar, adorar; Quechua: waylluy, munai, waillui; Romani: kamel; Romanian: iubi, adora; Romansch: avair gugent, charezzar; Russian: любить; Serbo-Croatian Cyrillic: вољети, волети, љу́бити; Roman: voljeti, voleti, ljúbiti; Shan: ႁၵ်ႉ; Sinhalese: ආදරය කරනවා; Slovak: milovať, ľúbiť, mať rád; Slovene: ljubiti, imeti rad; Sorbian Lower Sorbian: lubowaś; Upper Sorbian: lubować; Spanish: amar, querer; Sumerian: 𒆠𒉘; Swahili: kupenda; Swedish: älska; Sylheti: ꠜꠣꠟꠣ ꠙꠣꠃꠣ, ꠝꠣꠄꠣ ꠇꠞꠣ; Tabasaran: ккун хьуб; Tagalog: ibig, mahal; Tajik: дӯст доштан, ишқ варзидан; Tamil: காதலி, அன்பு செலுத்து; Tatar: яратырга, сөяргә; Telugu: ప్రేమించు; Thai: รัก; Tupinambá: aûsub; Turkish: sevmek; Turkmen: söýmek; Ukrainian: люби́ти, коха́ти; Urdu: پیار کرنا, محبت کرنا, عشق کرنا; Uzbek: sevmoq; Vietnamese: yêu; Volapük: löfön; Welsh: caru; West Frisian: leaf hawwe, hâlde fan, beminne, leavje; White Hmong: hlub; Wolof: mbëggéel, mbeugeil; Yakut: таптаа; Yiddish: ליב האָבן; Yoruba: fẹ́, fẹ́ràn; Yup'ik: kenkeluni; ǃXóõ: nàm, tsāha, tào