κοινολογώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM κοινολογῶ, | |mltxt=(AM [[κοινολογῶ]], [[κοινολογέω]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />λέω [[κάτι]] στο κοινό, [[διαλαλώ]], [[κάνω]] [[κάτι]] [[δημόσια]] γνωστό, [[κοινοποιώ]], [[διαδίδω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συζητώ]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[κοινολογοῦμαι]], [[κοινολογέομαι]]<br />(με δοτ. ή [[περί]] <span style="color: red;">+</span> γεν.) [[συνομιλώ]] με κάποιον, [[συζητώ]], [[συσκέπτομαι]], [[ζητώ]] τη [[γνώμη]] κάποιου (α. «τῶν Συρακοσίων τινές,... οἱ μὲν δείσαντες, ὅτι πρὸς αὐτὸν ἐκεκοινολόγηντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «γράμματα κοινολογούμενα [[κατά]] μίμησιν» — γράμματα, [[σημεία]], που ερμηνεύονται με την κύρια [[σημασία]] τους <b>(Πορφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λογῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. [[ευφυολογώ]], [[σταχυολογώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:06, 23 July 2022
Greek Monolingual
(AM κοινολογῶ, κοινολογέω)
νεοελλ.-μσν.
λέω κάτι στο κοινό, διαλαλώ, κάνω κάτι δημόσια γνωστό, κοινοποιώ, διαδίδω
μσν.
συζητώ
μσν.-αρχ.
μέσ. κοινολογοῦμαι, κοινολογέομαι
(με δοτ. ή περί + γεν.) συνομιλώ με κάποιον, συζητώ, συσκέπτομαι, ζητώ τη γνώμη κάποιου (α. «τῶν Συρακοσίων τινές,... οἱ μὲν δείσαντες, ὅτι πρὸς αὐτὸν ἐκεκοινολόγηντο», Θουκ.)
αρχ.
φρ. «γράμματα κοινολογούμενα κατά μίμησιν» — γράμματα, σημεία, που ερμηνεύονται με την κύρια σημασία τους (Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -λογῶ (< -λόγος < λόγος), πρβλ. ευφυολογώ, σταχυολογώ].