δραπετεύω: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δρᾱπετεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> бежать, убегать (τινά Plat., ἔκ τινος Plat., Luc., Plut. и [[παρά]] τινος Luc.): τοῦ δ. δεσμοῖς ἀπείργειν Xen.;<br /><b class="num">2)</b> избегать, уклоняться (πολεμεῖν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> укрываться, прятаться (ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν Xen.). | |elrutext='''δρᾱπετεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[бежать]], [[убегать]] (τινά Plat., ἔκ τινος Plat., Luc., Plut. и [[παρά]] τινος Luc.): τοῦ δ. δεσμοῖς ἀπείργειν Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[избегать]], [[уклоняться]] (πολεμεῖν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[укрываться]], [[прятаться]] (ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν Xen.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δρᾱπετεύω, fut. -σω<br />to run [[away]], Xen.; τινά from one, Plat.; δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν [[will]] [[skulk]] [[behind]] [[their]] shields, Xen. [from δρᾱπέτης] | |mdlsjtxt=δρᾱπετεύω, fut. -σω<br />to run [[away]], Xen.; τινά from one, Plat.; δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν [[will]] [[skulk]] [[behind]] [[their]] shields, Xen. [from δρᾱπέτης] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:45, 19 August 2022
English (LSJ)
A run away, X.Mem.2.1.16; τινά from one, Pl.Smp.216b; παρά τινος Luc.Somn.12; δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν will skulk behind... X.HG2.4.16; δραπετεύοντα πολεμεῖν Id.Ages.1.23: metaph., shirk public service, D.42.25; [αἱ δόξαι] δ. ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.Men.98a; ἐκ τοῦ βίου Luc.Peregr.21; ἐκ φιλοσοφίας Plu.2.46e; slip away, εἰς τὸ βάθος, of fluids, Paul.Aeg.6.3.
German (Pape)
[Seite 665] entlaufen, bes. von Sklaven, Xen. Mem. 2, 1, 16; neben ἀποδιδράσκω Plat. Men. 97 d; καὶ φεαγω αὐτόν Conv. 216 b; παρά τινος, Luc. Somn. 12; ἐκ φιλοσοφίας Plut. de aud. 9.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱπετεύω: φεύγω, κρυφίως φεύγω, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 16· τινά, ἀπό τινος, Πλάτ. Συμπ. 216Β· παρά τινος Λουκ. Ἐνυπν. 12· δραπετεύουσιν ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν, θὰ φύγωσιν ὄπισθεν… κρυπτόμενοι δηλ. ὑπὸ…, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 16· δραπετεύοντα πολεμεῖν ὁ αὐτ. Ἀγησ. 1. 23· [αἱ δόξαι] δρ. ἐκ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Μένωνι 98Α· ἐκ τοῦ βίου Λουκ. Περεγρ. 21· - οὐσιαστ. δραπετεία, ἡ, Ἡσύχ. Ἴδε Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
French (Bailly abrégé)
s’enfuir, s’échapper.
Étymologie: δραπέτης.
Spanish (DGE)
(δρᾱπετεύω) I intr.
1 de pers. huir, escapar ref. al que evita una situación de sometimiento: de esclavos δραπετεύειν δεσμοῖς ἀπείργουσι X.Mem.2.1.16, ἐπεὶ οὐ μή με ὑπομείνῃς δραπετεύοντα Vit.Aesop.G 28, τῆς τῶν κεκτημένων χειρός Procop.Goth.3.16.19, cf. 33.12, PStras.612.23 (II d.C.), de combatientes φυλαττόμενοι δὲ δραπετεύσουσιν ἀεὶ ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν X.HG 2.4.16, ὡς μὴ δραπετεύοντα πολεμεῖν δέοι para que no (le) fuera preciso luchar mientras buscaba refugio X.HG 3.4.15, Ages.1.23, τὸν Πάριν δραπετεύσαντα ποιήσας (Homero) καταδυόμενον εἰς τοὺς κόλπους τῆς γυναικός Plu.2.655a, cf. 742d, 766b, de desertores δραπετεύσας παρ' αὐτῆς ηὐτομόλησεν ὡς ἐμέ Luc.Somn.12, de prisioneros PKöln 281.10 (VI d.C.), fig. αἱ δόξαι αἱ ἀληθεῖς ... δραπετεύσουσιν ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.Men.98a, cf. 97d, δραπετεύοντες ἐκ φιλοσοφίας desertando de la filosofía Plu.2.46e.
2 fig., sin implicar alejamiento fís. eludir, rehuir una liturgia, D.42.32, cf. 42.25.
3 fig., c. suj. de males, esp. enfermedades o síntomas marcharse, desaparecer τοῦ πυρετοῦ ... ἐκ τοῦ βουβῶνος δραπετεύοντος Luc.Philops.9, πάσης θεατῶν ὄψεως οἶκτος ἅπας ἐδραπέτευσε Amph.Seleuc.130, τὸ νόσημα τοῦ σώματος ἐδραπέτευσε Chrys.Anom.12.242, cf. Paul.Aeg.6.3
•en v. med.-pas. ser puesto en fuga νῦν τὸ πένθος τῶν νεκρῶν ἐδραπετεύθη Amph.Or.7.3.
II tr. huir de, escapar de c. ac. de pers. δραπετεύω οὖν αὐτὸν καὶ φεύγω Pl.Smp.216b
•de esclavos ὁρῶντες ... ἡμᾶς αὐτοὺς δραπετεύοντας viéndonos huir de ellos Aristid.Or.5.24, μὴ δραπέτευε σου τοὺς κυρίους Arr.Epict.4.1.146.
Greek Monolingual
(AM δραπετεύω)
φεύγω κρυφά
μσν.
αποφεύγω.
Greek Monotonic
δρᾱπετεύω: μέλ. -σω, διαφεύγω, αποδιδράσκω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, σε Ξεν.· τινά, από κάποιον, σε Πλάτ.· δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν, θα διαφύγουν κρυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δρᾱπετεύω:
1) бежать, убегать (τινά Plat., ἔκ τινος Plat., Luc., Plut. и παρά τινος Luc.): τοῦ δ. δεσμοῖς ἀπείργειν Xen.;
2) избегать, уклоняться (πολεμεῖν Xen.);
3) укрываться, прятаться (ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν Xen.).
Middle Liddell
δρᾱπετεύω, fut. -σω
to run away, Xen.; τινά from one, Plat.; δραπετεύσουσι ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν will skulk behind their shields, Xen. [from δρᾱπέτης]