περίκομμα: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίκομμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> обрезок, кусок: περικόμματα ἔκ τινος κατασκευάζειν Arph. изрубить кого-л. в куски;<br /><b class="num">2)</b> очерк, контур (π. καὶ [[εἴδωλον]] Plut.). | |elrutext='''περίκομμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> обрезок, кусок: περικόμματα ἔκ τινος κατασκευάζειν Arph. изрубить кого-л. в куски;<br /><b class="num">2)</b> [[очерк]], [[контур]] (π. καὶ [[εἴδωλον]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:15, 19 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Metag.6.7(pl.), Alex.175, etc.; περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω Ar.Eq.372, cf. Men.Sam.78. II = περικοπή II, π. τοῦ καλοῦ Plu. 2.765c.
German (Pape)
[Seite 580] τό, das ringsumher Abgehauene, Kleingehauene, bes. ein Gericht von kleingehacktem Fleisch, χορδαρίου, Ath. III, 95 a u. 96 a aus Alex., vgl. Metagen. ib. VI, 269 f, neben ἀλλᾶντες, komisch übertr., περικόμματα ἐκ σοῦ κατασκευάσω, Ar. Equ. 372, ich haue dich in Kochstücke. – Aber Plut. amat. 19 g. E. braucht es = περικοπή.
Greek (Liddell-Scott)
περίκομμα: τό, τὸ περικοπτόμενον, ἐπὶ κρέατος ὅπερ περικόπτει ὁ μάγειρος ἐκ τοῦ σώματος σφαγέντος ζῴου, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1, Μεταγένης ἐν «Θουριοπερσαις» 1: περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω, θὰ κάμω λειανιστὸν κρέας ἐκ τοῦ σώματός σου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· - ὑποκορ. περικομμάτιον, αὐτόθι 770, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 31. ΙΙ. = περικοπὴ ΙΙ, Πλούτ. 2. 765C.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
profil d’une personne.
Étymologie: περί, κόπτω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ περικόπτω
1. μέρος που έχει κοπεί από μια ολότητα, κομματάκι, απόκομμα
2. (κυρίως για κρέας) κομμάτι από το σώμα σφαγμένου ζώου, κοψίδι
3. περικοπή.
Greek Monotonic
περίκομμα: -ατος, τό (περικόπτω), αυτό που περικόβεται, γαρνίρισμα, κρέας ψιλοκομμένο, κιμάς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
περίκομμα: ατος τό
1) обрезок, кусок: περικόμματα ἔκ τινος κατασκευάζειν Arph. изрубить кого-л. в куски;
2) очерк, контур (π. καὶ εἴδωλον Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίκομμα -ατος, τό [περικόπτω] gehakt:. περικόμματ ’ ἔκ σου σκευάσω ik ga gehakt van je maken Aristoph. Eq. 372.
Middle Liddell
περίκομμα, ατος, τό, περικόπτω
that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Ar.