περιληπτικός: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
m (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιληπτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> могущий быть обхваченным или за который можно ухватиться ([[δέρμα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> содержащий в себе, объемлющий (ἡ τοῦ δωδεκαέδρου [[φύσις]] περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> грам. собирательный ([[ὄνομα]]). | |elrutext='''περιληπτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> могущий быть обхваченным или за который можно ухватиться ([[δέρμα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[содержащий в себе]], [[объемлющий]] (ἡ τοῦ δωδεκαέδρου [[φύσις]] περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> грам. собирательный ([[ὄνομα]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 19 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A that may be taken hold of, of loose skin, Arist.GA 719b6. II comprehending, i.e. understanding, π. τρόπος Epicur. Nat.28.2. Adv. -κῶς with comprehension, ib.7, prob. in Id.Ep.1p.6U. 2 comprehending, including (as the greater the less), τινος Plu. 2.428d, cf. 1003d, etc.; πάντων A.D.Synt.40.13 (v.l.), cf. 285.4; τὸ καθολικὸν π. τῶν ἐπὶ μέρους S.E.M.11.9, cf. 7.143: Comp. -ώτερος Procl.Inst.143 : Sup.-ώτατος Id.in Prm.p.858S.; collective, ὄνομα D.T. 637.13, Hdn.Fig.p.87S., EM264.45; σχῆμα, in Rhet., Ulp.ad D.23.63.
German (Pape)
[Seite 582] ή, όν, zum Umfassen, Zusammennehmen geschickt, geneigt; Arist. gen. an. 1, 12; Plut. Bei den Gramm. = collectivus, ὀνόματα.
Greek (Liddell-Scott)
περιληπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ περιλάβῃ τι. ὅσοις δ’ ἡ τοῦ δέρματος φύσις ἐναντιοῦται διὰ σκληρότητα πρὸς τὸ μὴ περιληπτικὴν εἶναι μηδὲ μαλθακὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 3, ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων, περιέχων, ἡ δὲ τοῦ δωδεκαέδρου φύσις περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων οὖσα Πλούτ. 2. 428D, πρβλ. 1003D, κτλ.· ὁ πολλὰ περιλαμβάνων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 143· περιληπτικὸν ὄνομα Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.· πρβλ. περίληψις. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a la propriété de comprendre, d’embrasser, gén..
Étymologie: περιλαμβάνω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιληπτικός, -ή, -ον, ΝΑ περιλαμβάνω
1. αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει μέσα του πολλά σε σχέση με την μορφή του
2. φρ. «περιληπτικό όνομα»
γραμμ. το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει πλήθος τών όμοιων σε συγκροτημένη ενότητα και ως ενιαίο σύνολο προσώπων ή πραγμάτων, όπως λ.χ. οι λέξεις κόσμος, λαός, στρατός, οικογένεια κ.ά., και για τον λόγο αυτό συντάσσεται ορισμένες φορές με πληθυντικό αριθμό, κατά παράβαση τών σχετικών συντακτικών κανόνων
νεοελλ.
1. (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που σε λίγες λέξεις περιέχει πολλά νοήματα
2. αυτός που γράφεται ή εκφέρεται σε περίληψη, βραχυλογικός («περιληπτική εξιστόρηση τών γεγονότων»)
αρχ.
1. ευνόητος, καταληπτός
2. αυτός που περιλαμβάνει, που περιέχει κάτι, περιεκτικός.
επίρρ...
περιληπτικώς / περιληπτικῶς, ΝΑ, και περιληπτικά Ν
με λίγα λόγια, κατά περίληψη, σε περίληψη.
Russian (Dvoretsky)
περιληπτικός:
1) могущий быть обхваченным или за который можно ухватиться (δέρμα Arst.);
2) содержащий в себе, объемлющий (ἡ τοῦ δωδεκαέδρου φύσις περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων Plut.);
3) грам. собирательный (ὄνομα).