παναίτιος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰναίτιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[являющийся]] (перво)причиной всего ([[Ζεύς]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> являющийся единственным виновником: οὐ [[μεταίτιος]], ἀλλ᾽ [[παναίτιος]] Aesch. не соучастник, а единственный виновник. | |elrutext='''πᾰναίτιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[являющийся]] (перво)причиной всего ([[Ζεύς]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[являющийся единственным виновником]]: οὐ [[μεταίτιος]], ἀλλ᾽ [[παναίτιος]] Aesch. не соучастник, а единственный виновник. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 20:40, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, (αἰτία) A cause of all, Ζεύς A.Ag.1486; ἓν π. Dam. Pr.37. 2 to whom all the guilt belongs, opp. μεταίτιος, A.Eu.200.
German (Pape)
[Seite 456] Ursache von Allem seiend, die ganze Schuld tragend, Aesch. Ag. 1465 Eum. 191 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰναίτιος: -ον, (αἰτία) ὁ αἴτιος πάντων, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1486. 2) εἰς ὃν ἅπασα ἡ ἐνοχὴ ἀνήκει, ἀντίθετ. τῷ μεταίτιος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 200.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est la cause et le principe de tout;
2 coupable de tout, seul coupable.
Étymologie: πᾶν, αἴτιος.
Greek Monolingual
παναίτιος, -ον (ΑΜ)
(για τον Δία) ο αίτιος τών πάντων
αρχ.
αυτός στον οποίο ανήκει όλη η ενοχή, ο μόνος υπεύθυνος για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἴτιος.
Greek Monotonic
πᾰναίτιος: -ον (αἰτία)·
1. υπαίτιος για όλα, σε Αισχύλ.
2. αυτός στον οποίο ανήκει ολόκληρη η ενοχή, ένοχος για όλα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰναίτιος:
1) являющийся (перво)причиной всего (Ζεύς Aesch.);
2) являющийся единственным виновником: οὐ μεταίτιος, ἀλλ᾽ παναίτιος Aesch. не соучастник, а единственный виновник.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παναίτιος -ον [πᾶς, αἰτία] allesveroorzakend. geheel verantwoordelijk.
Middle Liddell
πᾰν-αίτιος, ον, αἰτία
1. the cause of all, Aesch.
2. to whom all the guilt belongs, Aesch.