τετραπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τετραπλάσιος:''' четверной, учетверенный, четырехкратный Plat., Arst.
|elrutext='''τετραπλάσιος:''' [[четверной]], [[учетверенный]], [[четырехкратный]] Plat., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:00, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰπλᾰσιος Medium diacritics: τετραπλάσιος Low diacritics: τετραπλάσιος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: tetraplásios Transliteration B: tetraplasios Transliteration C: tetraplasios Beta Code: tetrapla/sios

English (LSJ)

α, ον, A fourfold, four times as much, Pl.R.369e, al.; τὸ τ. μέρος OGI665.30 (Egypt, i A.D.): c. gen., four times as large as, ἧπαρ τ. τοῦ βοείου Arist.HA508a1: τὴν τ. (sc. ζημίαν) τίνειν pay a fourfold penalty, Pl.Lg.878c (τριπλασίαν Orelli), cf. 756e. Adv. -ίως Sm.2 Ki.12.6.

German (Pape)

[Seite 1098] vierfach, viermal so viel wie, τινός, Plat. Legg. IX, 878 c u. öfter, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, τέσσαρας φορὰς μεγαλείτερος, Λατ. quadruplex, Πλάτ. Πολ. 369Ε, κ. ἀλλ.˙ μετὰ γεν., τετράκις μεγαλείτερός τινος, ἧπαρ τετρ. τοῦ βοείου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 16˙ - τὴν τετραπλασίαν (ἐξυπακ. τιμὴν) ἐκτίνειν, quadruplum solvere, Πλάτ. Νόμ. 878C, πρβλ. 765Ε. -Ἐπίρρ. -ίως, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
quadruple.
Étymologie: τέσσαρες, -πλάσιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / τετραπλάσιος, -ία, -ον, ΝΑ
ο τέσσερεις φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος.
επίρρ...
τετραπλασίως ΝΑ
τέσσερεις φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πλάσιος].

Greek Monotonic

τετρᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, τέσσερις φορές μεγαλύτερος, Λατ. quadruplex, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τετραπλάσιος: четверной, учетверенный, четырехкратный Plat., Arst.

Middle Liddell

τετρᾰ˘πλάσιος, η, ον
fourfold, four times as much, Lat. quadruplex, Plat.

English (Woodhouse)

four times as much

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)