διάμορφος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διάμορφος:''' имеющий особую форму, своеобразный (διάμορφα καὶ [[ἄνδιχα]] πάντα Emped.).
|elrutext='''διάμορφος:''' [[имеющий особую форму]], [[своеобразный]] (διάμορφα καὶ [[ἄνδιχα]] πάντα Emped.).
}}
}}

Revision as of 11:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάμορφος Medium diacritics: διάμορφος Low diacritics: διάμορφος Capitals: ΔΙΑΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: diámorphos Transliteration B: diamorphos Transliteration C: diamorfos Beta Code: dia/morfos

English (LSJ)

ον, A endued with various forms, Emp.21.7. II διάμορφον, = μανδραγόρας, prob. in I.s.-Dsc.4.75.

Greek (Liddell-Scott)

διάμορφος: -ον, ἔχων μορφήν, σχῆμα, Ἐμπεδ. 126.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de variadas formas διάμορφα καὶ ἄνδιχα πάντα πέλονται Emp.B 21.7.
2 deforme, feo διάμορφον Σωκράτην ἀπώλεσεν Com.Adesp.940 (pero v. δίμορφος).
II bot., subst., otro n. de la mandrágora Ps.Dsc.4.75.

Greek Monolingual

διάμορφος, -ον (Α)
με ποικίλες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -μορφος < μορφή (πρβλ. εύμορφος, δύσμορφος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάμορφος -ον [διά, μορφή] veelvormig, met verschillende vormen.

Russian (Dvoretsky)

διάμορφος: имеющий особую форму, своеобразный (διάμορφα καὶ ἄνδιχα πάντα Emped.).