καθησυχάζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "strengthd." to "strengthened") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰθησῠχάζω:''' становиться совершенно спокойным, умолкать Polyb., Plut. | |elrutext='''κᾰθησῠχάζω:''' [[становиться совершенно спокойным]], [[умолкать]] Polyb., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καθ-ησυχάζω zich koest houden, rustig blijven. | |elnltext=καθ-ησυχάζω zich koest houden, rustig blijven. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 20 August 2022
English (LSJ)
strengthened for ἡσυχάζω, Plb.9.32.2, Ph.2.71, BGU 36.14 (Trajan):—Med., fut. A καθησυχάσομαι Lyr.Alex.Adesp.4.24.
German (Pape)
[Seite 1285] verstärktes simplex, Pol. 9, 32, 2; schweigen, Plut. Ages. 20.
Greek (Liddell-Scott)
καθησῠχάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἡσυχάζω, Πολύβ. 9. 32, 2, Φίλων 2. 71.
Greek Monolingual
(Α καθησυχάζω)
ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῦ λέγειν», Πολ.)
νεοελλ.
κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον την ψυχική γαλήνη («ο γιατρός μάς καθησύχασε με τη διάγνωσή του»)
αρχ. μέσ. καθησυχάζομαι
ηρεμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡσυχ-άζω (< ἥσυχος)].
Russian (Dvoretsky)
κᾰθησῠχάζω: становиться совершенно спокойным, умолкать Polyb., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-ησυχάζω zich koest houden, rustig blijven.