καταβόστρυχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταβόστρῠχος:''' с длинными кудрями, кудрявый ([[νεανίας]] Eur.).
|elrutext='''καταβόστρῠχος:''' [[с длинными кудрями]], [[кудрявый]] ([[νεανίας]] Eur.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:16, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβόστρῠχος Medium diacritics: καταβόστρυχος Low diacritics: καταβόστρυχος Capitals: ΚΑΤΑΒΟΣΤΡΥΧΟΣ
Transliteration A: katabóstrychos Transliteration B: katabostrychos Transliteration C: katavostrychos Beta Code: katabo/struxos

English (LSJ)

ον, A with flowing locks, νεανίας E.Ph.146 (lyr.), cf. Aristaenet.2.19, Hld.7.10.

German (Pape)

[Seite 1340] lockig; νεανίας Eur. Phoen. 148; Heliod. 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

καταβόστρῠχος: -ον, κομῶν τοῖς βοστρύχοις, πολλοὺς ἔχων βοστρύχους, «μὲ φουντωτὰ μαλλιά», νεανίας Εὐρ. Φοίν. 146, Ἀρισταίν. 2. 19, Ἡλιόδ. 7. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux boucles pendantes.
Étymologie: κατά, βόστρυχος.

Greek Monolingual

καταβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βόστρυχος (< βόστρυχος «μπούκλα»), πρβλ. ελικοβόστρυχος, χρυσοβόστρυχος].

Greek Monotonic

καταβόστρῡχος: -ον, αυτός που έχει φουντωτά μαλλιά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταβόστρῠχος: с длинными кудрями, кудрявый (νεανίας Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβόστρυχος -ον [κατά, βόστρυχος] met lange krullen.

Middle Liddell

κατα-βόστρῡχος, ον
with flowing locks, Eur.