νοσηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νοσηρός:''' вредный для здоровья, нездоровый (τὰ χωρία Xen.).
|elrutext='''νοσηρός:''' [[вредный для здоровья]], [[нездоровый]] (τὰ χωρία Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νοσηρός]], ή, όν like [[νοσερός]]<br />[[diseased]], [[unhealthy]], Xen.
|mdlsjtxt=[[νοσηρός]], ή, όν like [[νοσερός]]<br />[[diseased]], [[unhealthy]], Xen.
}}
}}

Revision as of 11:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσηρός Medium diacritics: νοσηρός Low diacritics: νοσηρός Capitals: ΝΟΣΗΡΟΣ
Transliteration A: nosērós Transliteration B: nosēros Transliteration C: nosiros Beta Code: noshro/s

English (LSJ)

ά, όν, A diseased, ὀστέον νοσηρότερον (v.l. νοσηλ-) Hp.Art.50; unhealthy, χωρία X.Cyr.1.6.16; unwholesome, ὕδωρ Plu.2.974c, cf. Hp.Oct.12. Adv. Comp. -ότερον v.l. for νοσηλ- (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

νοσηρός: -ά, -όν, ὡς τὸ νοσερός, νοσώδης, ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ὑγείαν, ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἱππ. Ἀφ. 1256· ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui rend malade, malsain, insalubre.
Étymologie: νόσος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νοσηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που προξενεί ασθένεια («νοσηρὸν ὕδωρ», Πλούτ.)
2. αυτός που έχει την τάση να αρρωσταίνει, ασθενικός, φιλάσθενος
νεοελλ.
μτφ. επιβλαβής ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία, αρρωστημένος (α. «νοσηρή κατάσταση» β. «νοσηρή φαντασία»)
επίρρ...
νοσηρώς και -ά (Α νοσηρῶς)
με νοσηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός, οδυν-ηρός)].

Greek Monotonic

νοσηρός: -ά, -όν, όπως το νοσερός, αρρωστημένος, βλαβερός για την υγεία, λέγεται για συμπτώματα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

νοσηρός: вредный для здоровья, нездоровый (τὰ χωρία Xen.).

Middle Liddell

νοσηρός, ή, όν like νοσερός
diseased, unhealthy, Xen.