ἀκριβοδίκαιος: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκρῑβοδίκαιος:''' строго судящий, придерживающийся буквы закона Arst. | |elrutext='''ἀκρῑβοδίκαιος:''' [[строго судящий]], [[придерживающийся буквы закона]] Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A precise as to one's rights, ἀ. ἐπὶ τὸ χεῖρον of one who strains the law, Arist.EN1138a1; but in good sense, Ph.1.672, al.
German (Pape)
[Seite 81] streng, gerecht, Arist. Nic. Eth. 5, 10, 8; Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκριβοδίκαιος: -ον, ὁ αὐστηρῶς δικάζων, εἰς ἄκρον δίκαιος, ἀκρ. ἐπὶ τὸ χεῖρον, ὑπερβολικὸς ἐν τῇ κατακρίσει τοῦ κακῶς ἔχοντος, τοῦ φα΄θλου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 8.
Spanish (DGE)
-ον
que se atiene estrictamente a la ley ὁ μὴ ἀ. ἐπὶ τὸ χεῖρον Arist.EN 1138a1, abs. Ph.1.672, Isid.Pel.Ep.M.78.984A.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκριβοδίκαιος, -ον)
αυτός που δικάζει με αυστηρότητα, ο ακριβής στην απόδοση του δικαίου
νεοελλ.
αυτός που συντελείται με απόλυτη δικαιοσύνη, ο πολύ δίκαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβής + δίκαιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρῑβοδίκαιος: строго судящий, придерживающийся буквы закона Arst.