λυκοδίωκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῠκοδίωκτος:''' преследуемый волком ([[δάμαλις]] Aesch.). | |elrutext='''λῠκοδίωκτος:''' [[преследуемый волком]] ([[δάμαλις]] Aesch.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:23, 20 August 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, A wolf-chased, δάμαλις A.Supp.351 (lyr., restored by Herm. for λευκόδικτος).
Greek (Liddell-Scott)
λῠκοδίωκτος: -ον, καταδιωχθεὶς ὑπὸ λύκου, δάμαλις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ λευκόδικτος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poursuivi par un loup.
Étymologie: λύκος, διώκω.
Greek Monolingual
λυκοδίωκτος, -ον (Α)
αυτός που κυνηγήθηκε, που καταδιώχθηκε από λύκο («λυκοδίωκτον ὡς δάμαλιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -δίωκτος (< διωκτός < διώκω), πρβλ. δημο-δίωκτος, κυκλο-δίωκτος].
Russian (Dvoretsky)
λῠκοδίωκτος: преследуемый волком (δάμαλις Aesch.).