τετραξός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τετραξός:''' четверной или четвероякий Arst.
|elrutext='''τετραξός:''' [[четверной или четвероякий]] Arst.
}}
}}

Revision as of 13:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραξός Medium diacritics: τετραξός Low diacritics: τετραξός Capitals: ΤΕΤΡΑΞΟΣ
Transliteration A: tetraxós Transliteration B: tetraxos Transliteration C: tetraksos Beta Code: tetraco/s

English (LSJ)

ή, όν, A fourfold, γραμμαὶ τετραξαί four sets of lines, Arist. Metaph.1076b32.

German (Pape)

[Seite 1098] vierfach, Arist. metaph. 12, 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

τετραξός: -ή, -όν, τετραπλοῦς, γραμμαὶ τετραξαί, στιγμαὶ δὲ πενταξαὶ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 7.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
τετραπλός («γραμμαὶ τετραξαί» — τέσσερεις σειρές γραμμών, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα- (βλ. λ. τέσσερεις + επίθημα -ξός, μέσω αμάρτυρου τ. τετραχθjος < επίρρ. τετραχθά (πρβλ. δι-ξός < διχθjος < διχθά)].

Russian (Dvoretsky)

τετραξός: четверной или четвероякий Arst.