ὀκτάπλεθρος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀκτάπλεθρος:''' размером в восемь плетров (τὸ [[μῆκος]] τῆς τάφρου Plut.).
|elrutext='''ὀκτάπλεθρος:''' [[размером в восемь плетров]] (τὸ [[μῆκος]] τῆς τάφρου Plut.).
}}
}}

Revision as of 14:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάπλεθρος Medium diacritics: ὀκτάπλεθρος Low diacritics: οκτάπλεθρος Capitals: ΟΚΤΑΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: oktáplethros Transliteration B: oktaplethros Transliteration C: oktaplethros Beta Code: o)kta/pleqros

English (LSJ)

ον, A eight plethra long or large, D.H.4.61.

German (Pape)

[Seite 317] acht Plethren groß; D. Hal. 4, 61; μῆκος, Plut. Pyrrh. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάπλεθρος: -ον, ὁ ἔχων μῆκοςμέγεθος ὀκτὼ πλέθρων, Διον. Ἁλ. 4. 61.

Greek Monolingual

ὀκτάπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος η πλάτος ή μέγεθος ίσο με οκτώ πλέθρα («[ναὸς] ὀκτάπλεθρος τὴν περίοδον», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + πλέθρον.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάπλεθρος: размером в восемь плетров (τὸ μῆκος τῆς τάφρου Plut.).