τερετίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τερετίζω''': {teretízō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[zwitschern]], [[zirpen]], [[summen]] (Phryn. Kom., Arist., Thphr. usw.)<br />'''Composita''' : ganz vereinzelt mit συν-, ὑπο-,<br />'''Derivative''': mit [[τερέτισμα]] n. (Arist., hell. u. sp.), -ισμός m. (sp.) [[das Zwitschern usw]].<br />'''Etymology''' : Nach allgemeiner, wohl richtiger, obwohl nicht unmittelbar einleuchtender Annahme lautmalend (literarisch aufgeputzt für *τιριτίζω? Vgl. [[τέττιξ]] : [[τιτίζω]]).<br />'''Page''' 2,878-879
|ftr='''τερετίζω''': {teretízō}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[zwitschern]], [[zirpen]], [[summen]] (Phryn. Kom., Arist., Thphr. usw.)<br />'''Composita''': ganz vereinzelt mit συν-, ὑπο-,<br />'''Derivative''': mit [[τερέτισμα]] n. (Arist., hell. u. sp.), -ισμός m. (sp.) [[das Zwitschern usw]].<br />'''Etymology''': Nach allgemeiner, wohl richtiger, obwohl nicht unmittelbar einleuchtender Annahme lautmalend (literarisch aufgeputzt für *τιριτίζω? Vgl. [[τέττιξ]]: [[τιτίζω]]).<br />'''Page''' 2,878-879
}}
}}

Revision as of 10:40, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερετίζω Medium diacritics: τερετίζω Low diacritics: τερετίζω Capitals: ΤΕΡΕΤΙΖΩ
Transliteration A: teretízō Transliteration B: teretizō Transliteration C: teretizo Beta Code: tereti/zw

English (LSJ)

A hum a tune, τερετιῶ τι πτιστικόν Phryn.Com.14, cf. Teles p.7 H., Arist.Pr.918a30, Babr.9.4, Alciphr.3.55; πρὸς τὸ δίχορδον τ. Euphro 1.34; αὐτὸς αὑτῷ τ. Thphr.Char.27.15:—Pass., Phld. Mus.p.99 K. 2 tunitter, of swallows, Hsch. 3 accompany with the voice, = τὸ αὐτὸ μέλος ᾄδειν, Phot., Suid. II talk idly, prattle, Zeno Stoic.1.23: cf. συντερ-. (Onomatop.)

German (Pape)

[Seite 1093] (onomatopoet.) zwitschern, zirpen; eigtl. von der Stimme der Schwalben u. der Cicaden, Zenod. bei Ammon.; Poll. 5, 89; dann auch vom Tone der Cithersaiten u. von der menschlichen Stimme, trillern u. präludiren, πρὸς τὸ διχορδον, Euphro com. bei Ath. IX, 380 (V. 34); Luc. merc. cond. 33.

Greek (Liddell-Scott)

τερετίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, μιμοῦμαι τὸν τερετισμὸν τέττιγος ἢ χελιδόνος, ᾄδω μετὰ τερετισμοῦ, τερετιῶ... πτιστικὸν Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Κωμασταῖς» 2, πρβλ. Τελέσ. παρὰ Στοβ. 69. 19, Ἀριστ. Προβλ. 19. 10, Βαβρ. 9. 4· πρὸς τὸ δίχορδον τ. Εὔφρων ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 34· αὐτὸς ἑαυτῷ τ. Θεοφρ. Χαρ. 29. Schneid. Ἴδε ἐν λ. πτιστικός, καὶ πρβλ. συντερετίζω. (Ὀνοματοπ.) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τερετίζοντα· λαλοῦντα· ἐκ μεταφορᾶς τῆς χελιδόνος».

French (Bailly abrégé)

fredonner.
Étymologie: DELG onomatopée.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(για χελιδόνι, αηδόνι ή τζιτζίκι) κελαηδώ με τερετισμό, τιτιβίζω
νεοελλ.
μουρμουρίζω ένα τραγούδι, σιγοτραγουδώ
μσν.
τραγουδώ
αρχ.
1. μιμούμαι τον τερετισμό χελιδονιού ή τζιτζικιού
2. (κατά τον Φώτ.) συνοδεύω ένα τραγούδι φωνητικά
3. (κατά τον Ησύχ.) «λαλῶ»
4. σφυρίζω προκειμένου να εκφράσω την αποδοκιμασία μου για κάτι ή για κάποιον
5. μτφ. φλυαρώ, μωρολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιία, πιθ. < τιριτίζω (πρβλ. τέττιξ: τιτίζω)].

Greek Monotonic

τερετίζω: Αττ. μέλ. τερετιῶ, σφυρίζω, μιμούμαι το τιτίβισμα τζίτζικα ή χελιδονιού, σε Βάβρ. (ηχομιμ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

τερετίζω: щебетать, напевать Arst., Babr., Luc.

Middle Liddell

τερετίζω,
to whistle, Babr. [Formed from the sound.]

Frisk Etymology German

τερετίζω: {teretízō}
Grammar: v.
Meaning: zwitschern, zirpen, summen (Phryn. Kom., Arist., Thphr. usw.)
Composita: ganz vereinzelt mit συν-, ὑπο-,
Derivative: mit τερέτισμα n. (Arist., hell. u. sp.), -ισμός m. (sp.) das Zwitschern usw.
Etymology: Nach allgemeiner, wohl richtiger, obwohl nicht unmittelbar einleuchtender Annahme lautmalend (literarisch aufgeputzt für *τιριτίζω? Vgl. τέττιξ: τιτίζω).
Page 2,878-879