ἐμπρηστής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "‘([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)’" to "‘$1’") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ<br /><b class="num">1</b> [[incandescente]], [[abrasador]]como interpr. de | |dgtxt=-οῦ<br /><b class="num">1</b> [[incandescente]], [[abrasador]]como interpr. de ‘[[serafín]]’, Dion.Ar.<i>CH</i> 7.1, 15.2, Ath.Al.M.28.940A<br /><b class="num">•</b>dud. [[que produce una inflamación mortal]] ὄφις Aq.<i>De</i>.8.15 (dud.).<br /><b class="num">2</b> [[incendiario]] Ptol.<i>Tetr</i>.3.14.32. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἐμπρηστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βάζει [[φωτιά]] για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος<br /><b>2.</b> αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα [[πάθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βάζει [[φωτιά]]. | |mltxt=ο (Α [[ἐμπρηστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βάζει [[φωτιά]] για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος<br /><b>2.</b> αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα [[πάθη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βάζει [[φωτιά]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 22 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one that burns, Aq.De.8.15; incendiary, Ptol.Tetr.165.
German (Pape)
[Seite 817] ὁ, der Anzünder, Brandstifter, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπρηστής: -οῦ, ὁ, ὁ καίων, πυρπολῶν, Πρόκλ. Παράφρ. σ. 231, Ἀκύλ. Π. Δ. (Δευτ. Η΄, 15).
Spanish (DGE)
-οῦ
1 incandescente, abrasadorcomo interpr. de ‘serafín’, Dion.Ar.CH 7.1, 15.2, Ath.Al.M.28.940A
•dud. que produce una inflamación mortal ὄφις Aq.De.8.15 (dud.).
2 incendiario Ptol.Tetr.3.14.32.
Greek Monolingual
ο (Α ἐμπρηστής)
νεοελλ.
1. αυτός που βάζει φωτιά για να βλάψει άλλους ή να εξαπατήσει για δικό του όφελος
2. αυτός που παροξύνει, συδαυλίζει τα πάθη
αρχ.
αυτός που βάζει φωτιά.