ἐρευγόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(2) |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐρευγόβιος:''' ὁ чревоугодник, обжора Anth. | |elrutext='''ἐρευγόβιος:''' ὁ [[чревоугодник]], [[обжора]] Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 23 August 2022
German (Pape)
[Seite 1025] ein Schlemmer, Gregor. Naz. ep. (VIII, 172).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευγόβιος: -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐρευγόμενος, γαστρίμαργος, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιγρ. 172.
Greek Monolingual
ἐρευγόβιος, -ον (Α)
αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεύγομαι (I) + βίος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρευγόβιος: ὁ чревоугодник, обжора Anth.