σανδαράκινος: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’un rouge arsenic.<br />'''Étymologie:''' [[σανδαράκη]].
|btext=ος, ον :<br />d'un rouge arsenic.<br />'''Étymologie:''' [[σανδαράκη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:15, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδᾰράκῐνος Medium diacritics: σανδαράκινος Low diacritics: σανδαράκινος Capitals: ΣΑΝΔΑΡΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: sandarákinos Transliteration B: sandarakinos Transliteration C: sandarakinos Beta Code: sandara/kinos

English (LSJ)

η, ον, of orange colour, Hdt.1.98, Ael.NA17.23, Philostr.VA3.14:—also σανδαραχώδης, ες, Ruf.Fr.67.4, Gal.17(1).834.

German (Pape)

[Seite 861] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.

Greek (Liddell-Scott)

σανδᾰράκῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων χρῶμα σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - ὡσαύτως σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un rouge arsenic.
Étymologie: σανδαράκη.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
αυτός που έχει το χρώμα της σανδαράκης, πορτοκαλής, πορτοκαλόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].

Greek Monotonic

σανδᾰράκῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει πορτοκαλί απόχρωση, πορτοκαλής, ξανθοκόκκινος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σανδᾰράκῐνος: (ρᾰ) оранжево-красный Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σανδαράκινος -η -ον [σανδαράκη] van realgar: oranjerood.

Middle Liddell

σανδᾰράκῐνος, η, ον [from σᾰνδᾰράκη]
of orange colour, Hdt.