πεντάχορδος: Difference between revisions
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pentachordos | |Transliteration C=pentachordos | ||
|Beta Code=penta/xordos | |Beta Code=penta/xordos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[five-stringed]], ([[μάγαδις]]) <span class="bibl">Ath.14.637a</span>: <b class="b3">-χορδον, τό</b>, a [[five-stringed instrument]], <span class="bibl">Poll.4.60</span>; <b class="b3">π. συστήματα</b> scales [[of five notes]], Theo Sm.<span class="bibl">p.49</span> H. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:50, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, five-stringed, (μάγαδις) Ath.14.637a: -χορδον, τό, a five-stringed instrument, Poll.4.60; π. συστήματα scales of five notes, Theo Sm.p.49 H.
German (Pape)
[Seite 557] fünfsaitig, Ath. XIV, 637 a.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάχορδος: -ον, ὁ ἔχων πέντε χορδάς, Ἀθήν. 637Α, Πολυδ. Δ΄, 60.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάχορδος, -ον, ΝΜΑ
1. (για μουσικά όργανα) αυτός που έχει πέντε χορδές
2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάχορδο
αρχαίο ελληνικό μουσικό όργανο σκυθικής προέλευσης με πέντε χορδές το οποίο παιζόταν με πλήκτρο
3. φρ. «πεντάχορδο μουσικό σύστημα» ή, απλώς, «πεντάχορδο» — σύστημα πέντε φθόγγων, βασισμένο στο σύμφωνο διάστημα της πέμπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. εξά-χορδος].