στεφανηπλόκος: Difference between revisions
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stefaniplokos | |Transliteration C=stefaniplokos | ||
|Beta Code=stefanh/plokos | |Beta Code=stefanh/plokos | ||
|Definition=(parox.), ὁ, ἡ, Dor. στεφᾰνᾱπλ- <span class="title">Rev.Arch.</span>22 (1925).63 (Callatis):— | |Definition=(parox.), ὁ, ἡ, Dor. στεφᾰνᾱπλ- <span class="title">Rev.Arch.</span>22 (1925).63 (Callatis):—[[plaiter of wreaths]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>6.8.1</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1528.1</span> (Ptolemaic), Plu.2.645f; also στεφανοπλόκος, Parmenio ap.<span class="bibl">Ath.13.608a</span>, Dsc.3.75, 4.71, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span> 1.125.35</span> (iv A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:30, 23 August 2022
English (LSJ)
(parox.), ὁ, ἡ, Dor. στεφᾰνᾱπλ- Rev.Arch.22 (1925).63 (Callatis):—plaiter of wreaths, Thphr.HP6.8.1, BGU1528.1 (Ptolemaic), Plu.2.645f; also στεφανοπλόκος, Parmenio ap.Ath.13.608a, Dsc.3.75, 4.71, PLond. 1.125.35 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 939] Kränze flechtend, Theophr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνηπλόκος: -ον, ὁ πλέκων στεφάνους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1, Πλούτ. 2. 645F· ὡσαύτως στεφανοπλόκος, Παρμεν. παρ’ Ἀθην. 608Α· - ἀλλ’ ἐν ἅπασι τοῖς συνθέτοις τούτοις ὁ διὰ τοῦ η τύπος εἶναι ὁ ἄριστος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 650.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tresse des couronnes.
Étymologie: στεφάνη, πλέκω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. στεφαναπλόκος και στεφανοπλόκος, ὁ, ἡ, Α
τεχνίτης που έπλεκε στεφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολοπλόκος. Το -η- του τ. για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
στεφᾰνηπλόκος: -ον (πλέκω), αυτός που πλέκει καλάθια, καλαθοπλέκτης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνηπλόκος: сплетающий венки Plut.