σύναινος: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synainos | |Transliteration C=synainos | ||
|Beta Code=su/nainos | |Beta Code=su/nainos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[agreeing with]], τινι Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:20, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, agreeing with, τινι Hsch.
German (Pape)
[Seite 997] gleicher Meinung, beistimmend, genehmigend; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σύναινος: -ον, συναινῶν, συμφωνῶν μετά τινος, ὁμόδοξος, σύμφωνος, οἷς ἐγὼ οὐ σύναινός εἰμι Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 265 ― 143Α· «σύναινος· ὁμόδοξος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που συναινεί, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ-αινος].
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που συναινεί, σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αινος (< αἶνος «μύθος, έπαινος»), πρβλ. έπ-αινος].