διάταγμα: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diatagma | |Transliteration C=diatagma | ||
|Beta Code=dia/tagma | |Beta Code=dia/tagma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=ατος, τό, [[ordinance]], [[edict]], Phld.<span class="title">Rh.</span>2.289S., <span class="bibl">D.S.18.64</span>, <span class="bibl">Ph.1.180</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>11.23</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>6</span>, <span class="title">IG</span>22.1077.34; <b class="b3">κατὰ τὸ δ</b>. (sc. <b class="b3">τῆς συγκλήτου</b>) ib.12(3).173.10; = Lat. [[edictum]], <span class="title">OGI</span>458.81 (i B. C.), <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1074.3</span> (iii A. D.), etc.; = Lat. [[formula]], IG14.951.24,25 (Rome); [[testamentary disposition]], POxy.1282.27 (i A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:08, 23 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, ordinance, edict, Phld.Rh.2.289S., D.S.18.64, Ph.1.180, Ep.Hebr.11.23, Plu.Pomp.6, IG22.1077.34; κατὰ τὸ δ. (sc. τῆς συγκλήτου) ib.12(3).173.10; = Lat. edictum, OGI458.81 (i B. C.), BGU1074.3 (iii A. D.), etc.; = Lat. formula, IG14.951.24,25 (Rome); testamentary disposition, POxy.1282.27 (i A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
διάταγμα: τό, διαταγή, πρόσταγμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 153. 34, Διόδ. 18. 64, Πλούτ., κτλ.· κατὰ τὸ δ. τῆς συγκλήτου Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 10.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ordonnance, prescription.
Étymologie: διατάσσω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 orden, disposición, mandato divino τὴν θυσίαν ποιήσασθαι, κατὰ τὸ ἱερώτατον δ. hacer un sacrificio según la más santa prescripción Ph.1.180, τὰ θεῖα διατάγματα los mandamientos divinos Arr.Epict.4.4.32, cf. 1.25.4, Θεοῦ δ. Const.App.4.13.2
•real, Ps.Callisth.1.25.2, δ. βασιλικόν D.H.4.10, δ. τῶν βασιλέων LXX Es.3.13d, cf. I.AI 11.215, εἰς ἔλεγχον νηπιοκτόνου διατάγματος en castigo del mandato infanticida LXX Sap.11.7, cf. Ep.Hebr.11.23, de reyes heleníst., D.S.18.64.
2 disposición testamentaria, POxy.492.9, 492.6, 1282.27 (I d.C.).
3 imper. edicto νόμοι, ψηφίσματα, διατάγματα Phld.Rh.2.289, τὰ διαγράμματα τῶν ἀρχόντων Ἕλληνες <μὲν> διατάγματα, Ῥωμαῖοι δ' ἔδικτα προσαγορεύουσιν Plu.Marc.24, τὰ Ῥωμαίων διατάγματα Str.10.4.22, del emperador, I.AI 14.215, 319, τὸ ... ὑπὲρ τῶν Ἰουδαίων δ. I.AI 19.286, δ. θεοῦ Ἁδριανοῦ PAgon.1.3, 3.4 (ambos III d.C.), cf. Hdn.7.12.2, IG 5(1).1147.15 (II d.C.), PGiss.1.40.2.8 (III d.C.), de tribunos, Plu.Ant.5, del prefecto de Egipto ITemple of Hibis 1.1.9, 4.1 (ambas I d.C.), PSI 1155.8 (I d.C.), POxy.1201.18, 1408.14 (ambos III d.C.), A.Al.9.1.4, de procónsules IPr.105.81 (I a.C.), Didyma 272.19 (I d.C.), Plu.2.824e, IEphesos 23.11, 24A.8, 215.5, 3217.b.32, 3511.7 (todas II d.C.), IG 22.1077.34 (III d.C.), ἐκ διατάγματος = lat. ex edicto, por edicto Plu.Caes.59
•gener. disposición oficial de otros cargos, Plu.Pomp.6, IG 12(3).173.10 (Astipalea II a.C.), SEG 15.849 (Palmira II d.C.), TAM 2.581.7 (Tlos II d.C.).
4 lat. formula, condición, categoría εἰς τὸ τῶν φίλων δ. trad. de lat. in amicorum formula, en la condición de amigos de Roma, IUrb.Rom.1.24 (I a.C.), κατὰ τὸ διάταγμα trad. de lat. ex formula, ISmyrna 589.18 (II a.C.), IUrb.Rom.1.25 (I a.C.).
English (Strong)
from διατάσσω; an arrangement, i.e. (authoritative) edict: commandment.
Greek Monolingual
το (AM διάταγμα
Μ και διάταμαν) διατάσσω
νεοελλ.
1. έγγραφη διαταγή της εκτελεστικής εξουσίας για ερμηνεία ή εκτέλεση νόμου
2. συμβουλή, νουθεσία («αφήνει τα διατάματα και τ' αρμηνέματα», Ερωτόκριτος)
μσν.
νόμος
αρχ.
1. προσταγή, διαταγή
2. συμφωνία, διακανονισμός
3. διάθεση περιουσίας με διαθήκη
4. φρ. «κατά το διάταγμα» — κατά τα συμφωνημένα.
Russian (Dvoretsky)
διάταγμα: ατος τό распоряжение, указ, приказ Plut., Diod., NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάταγμα -ατος, τό [διατάττω] bevel, voorschrift.
Chinese
原文音譯:di£tagma 笛阿-他格馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:經過-規定(果效)
字義溯源:安排,命令,禁令,布告,統率;源自(διατάσσω)=周全的安排);由(διά)*=通過)與(τάσσω)*=處理,安排)組成
同源字:1) (διάταγμα)安排,命令 2) (τάσσω)安排。
同義字:1) (διάταγμα)安排,命令 2) (δόγμα)律法 3) (ἔνταλμα)命令 4) (ἐντολή)誡命 5) (ἐπιταγή)規條
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 禁令(1) 來11:23