κληρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
mNo edit summary
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klirotikos
|Transliteration C=klirotikos
|Beta Code=klhrwtiko/s
|Beta Code=klhrwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[cast]]ing [[lot]]s, <b class="b3">τὸ κληρωτικόν</b> (sc. [[ἀγγεῖον]]) <span class="bibl">Ath.10.450b</span>.</span>
|Definition=ή, όν, of or for [[cast]]ing [[lot]]s, <b class="b3">τὸ κληρωτικόν</b> (sc. [[ἀγγεῖον]]) <span class="bibl">Ath.10.450b</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 01:55, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρωτικός Medium diacritics: κληρωτικός Low diacritics: κληρωτικός Capitals: ΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: klērōtikós Transliteration B: klērōtikos Transliteration C: klirotikos Beta Code: klhrwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for casting lots, τὸ κληρωτικόν (sc. ἀγγεῖον) Ath.10.450b.

German (Pape)

[Seite 1452] zum Loosen, Wählen durchs Loos gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κληρωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλήρωσιν, ὁ πρὸς κλήρωσιν χρησιμεύων· τὸ -κὸν (δηλ. ἀγγεῖον). Ἀθήν. 450Β. Ἐπίρ. -κῶς, Θεοφύλ. Σιμοκ. περὶ Φυσικ. Ἀπορημάτ. σ. 5. 23.

Greek Monolingual

κληρωτικός, -ή, -όν (AM) κληρώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήρωση ή αυτός που χρησιμεύει για κλήρωση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κληρωτικόν (ενν. ἀγγεῑον)
η κληρωτίδα.
επίρρ...
κληρωτικῶς (Μ)
με κληρωτικό τρόπο, με κλήρωση.