κυνδαλισμός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyndalismos | |Transliteration C=kyndalismos | ||
|Beta Code=kundalismo/s | |Beta Code=kundalismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[game of knocking out one peg with another]], <span class="bibl">Poll.9.120</span>:—hence κυνδᾰλοπαίκτης, ου, ὁ, [[one who plays at it]], ibid., Hsch. (-στης cod.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 02:30, 24 August 2022
English (LSJ)
ὁ, game of knocking out one peg with another, Poll.9.120:—hence κυνδᾰλοπαίκτης, ου, ὁ, one who plays at it, ibid., Hsch. (-στης cod.).
Greek (Liddell-Scott)
κυνδᾰλισμός: ὁ, «ὁ δὲ κυνδαλισμὸς διὰ πατταλίων ἐστὶ παιδιά· κύνδαλα γὰρ τοὺς παττάλους ὠνόμαζον, ἦν δ’ ἔργον οὐ μόνον αὐτῷ τινι καταπῆξαι τὸν πάτταλον κατὰ τῆς διύγρου, ἀλλὰ καὶ τὸν καταπαγέντα ἐκκροῦσαι πλήξαντα κατὰ τὴν κεφαλὴν ἑτέρῳ παττάλῳ» Πολυδ. Θ΄, 120· κυνδάλη, ἡ, Ἡσύχ.· ― κυνδᾰλοπαίκτης, ὁ, ὁ παίζων, Πολυδ. ἄνθ’ ἀνωτ., καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει κυνδάλη.
Greek Monolingual
ο (Α κυνδαλισμός)
είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες προσπαθούν με έναν πάσσαλο να βγάλουν έναν άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύνδαλος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κυνδαλίζω].