λυσιφλεβής: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lysiflevis
|Transliteration C=lysiflevis
|Beta Code=lusiflebh/s
|Beta Code=lusiflebh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[opening the veins]], AP6.94 (Phil.).</span>
|Definition=ές, [[opening the veins]], AP6.94 (Phil.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 03:35, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐφλεβής Medium diacritics: λυσιφλεβής Low diacritics: λυσιφλεβής Capitals: ΛΥΣΙΦΛΕΒΗΣ
Transliteration A: lysiphlebḗs Transliteration B: lysiphlebēs Transliteration C: lysiflevis Beta Code: lusiflebh/s

English (LSJ)

ές, opening the veins, AP6.94 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιφλεβής: -ές, ὁ λύων, τέμνων τὰς φλέβας, δηλ. τὴν σπερματώδη φλέβα, τὸ γεννητικὸν μόριον, Ἀνθ. Π. 6. 94.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ouvre les veines.
Étymologie: λύω, φλέψ.

Greek Monolingual

λυσιφλεβής, -ές (Α)
αυτός που επιφέρει λύση της συνέχειας τών φλεβών, αυτός που ανοίγει τις φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -φλεβής (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. ευ-φλεβής].

Greek Monotonic

λῡσιφλεβής: -ές (φλέψ), αυτός που ανοίγει τις φλέβες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐφλεβής: вскрывающий жилы (σάγαρις Anth.).

Middle Liddell

λῡσι-φλεβής, ές φλέψ
opening the veins, Anth.