πτύσχλοι: Difference between revisions
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=οἱ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπόδημα]] | |mltxt=οἱ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπόδημα]] ἀνδρεῖον»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὑποδημάτιόν τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. <i>ἕπτυσχλοι</i> «ανδρικό [[υπόδημα]] που δενόταν με [[επτά]] ιμάντες» με σίγηση του αρκτικού <i>ε</i>-]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:22, 24 August 2022
English (LSJ)
and πτύχλοι, οἱ, = ὑποδημάτιόν τι, Phot.; πτύοχλον (leg. πτύσχλον), = ὑπόδημα ἀνδρεῖον, Hsch.: cf. ἕπτυσχλοι (quod fort. legend.).
Greek (Liddell-Scott)
πτύσχλοι: ἢ πτύχλοι, οἱ, ἴδε ἐν λ. ἔπτυσχλοι.
Greek Monolingual
οἱ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόδημα ἀνδρεῖον»
2. (κατά τον Φώτ.) «ὑποδημάτιόν τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. ἕπτυσχλοι «ανδρικό υπόδημα που δενόταν με επτά ιμάντες» με σίγηση του αρκτικού ε-].