ἀπομαγδαλία: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apomagdalia
|Transliteration C=apomagdalia
|Beta Code=a)pomagdali/a
|Beta Code=a)pomagdali/a
|Definition=or [[ἀπομαγδαλιά]], ἡ, ([[ἀπομάσσω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> the [[crumb]] or [[inside]] of the [[loaf]], on which the Greeks wiped their hands at [[dinner]], and then threw it to the dogs: hence, [[dog's meat]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>415</span>, <span class="bibl">Alciphr.3.44</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>12</span>.</span>
|Definition=or [[ἀπομαγδαλιά]], ἡ, ([[ἀπομάσσω]]) the [[crumb]] or [[inside]] of the [[loaf]], on which the Greeks wiped their hands at [[dinner]], and then threw it to the dogs: hence, [[dog's meat]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>415</span>, <span class="bibl">Alciphr.3.44</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>12</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:46, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομαγδᾰλία Medium diacritics: ἀπομαγδαλία Low diacritics: απομαγδαλία Capitals: ΑΠΟΜΑΓΔΑΛΙΑ
Transliteration A: apomagdalía Transliteration B: apomagdalia Transliteration C: apomagdalia Beta Code: a)pomagdali/a

English (LSJ)

or ἀπομαγδαλιά, ἡ, (ἀπομάσσω) the crumb or inside of the loaf, on which the Greeks wiped their hands at dinner, and then threw it to the dogs: hence, dog's meat, Ar.Eq.415, Alciphr.3.44, Plu.Lyc.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομαγδᾰλία: ἢ -ιά, ἡ, (ἀπομάσσω), τὸ ἐν τῷ ἄρτῳ μαλακὸν μέρος, ὅπερ οἱ ἀρχαῖοι μετεχειρίζοντο πρὸς ἀπόμαξιν τῶν χειρῶν αὐτῶν μετὰ τὸ δεῖπνον, «ἀπομαγδαλία... ψωμὸς εἰς ὃν ἐκμασσόμενοι τὰς χείρας μετὰ τὸ δεῖπνον ἐρρίπτουν τοῖς κυσὶν» Α. Β. 431. 28· ἀπομαγδαλίας σιτούμενος Ἀριστοφ. Ἱππ. 415, Ἀλκίφρ. 3. 44, Πλουτ. Λυκοῦργ. 12. Παρ’ Εὐστ. 1857. 11, ἀπομαγδαλίς, ίδος, ἡ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἀπομαγδαλιά.

Spanish (DGE)

(ἀπομαγδᾰλία) -ας, ἡ
• Alolema(s): -ιά, -ιᾶς, ἡ Ar.Eq.415, Philostr.VA 7.23, Paus.Gr.α 134
miga de pan que se tiraba a los perros tras la comida ἀπομαγδαλιὰς (σιτούμενος) ὥσπερ κύων Ar.Eq.414, cf. 415, Ath.409d, λαβὼν ... ἀπομαγδαλίαν εἰς τὴν χεῖρα Plu.Lyc.12, εἰ τὰς ἀπομαγδαλίας ὡς κυσί τις παραρρίψειε Alciphr.3.8.2, cf. Paus.Gr.l.c., Hsch.
fig. migaja οὓς ἔδει μειλίττεσθαι (τοὺς συκοφάντας) τῇ ἀπομαγδαλιᾷ ταύτῃ Philostr.l.c.

Greek Monotonic

ἀπομαγδᾰλία: ή -ιά, ἡ (ἀπομάσσω), ψίχα ή εσωτερικό μέρος από καρβέλι ψωμί, πάνω στην οποία οι αρχαίοι Έλληνες σφούγγιζαν τα χέρια τους κατά τη διάρκεια του δείπνου και κατόπιν το πετούσαν ως τροφή στα σκυλιά· το φαγητό του σκύλου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομαγδᾰλία: и ἀπο-μαγδαλιά ἡ хлебный мякиш (для вытирания рук после обеда) Arph., Plut.

Middle Liddell

ἀπομάσσω
the crumb or inside of the loaf, on which the Greeks wiped their hands at dinner, and then threw it to the dogs, dog's meat, Ar.