τέσσαρες: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=(τέσσᾰρες, τεσσᾰρων, τέτρᾰσι(ν), τέσσαρας.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[four]] ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον (O. 8.68) ἀν ἵπποισι δὲ τέτρασιν (O. 10.69) [[τέτρασι]] δ' [[ἔμπετες]] [[ὑψόθεν]] σωμάτεσσι (P. 8.81) τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν (N. 2.19) [[ἐλᾷ]] δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰὼν (cf. Dodds on [[Plato]], [[Gorgias]] 451e) (N. 3.74) τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων [[ἀνδρῶν]] ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (I. 4.17) δὴ [[τότε]] [[τέσσαρες]] ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 5.
|sltr=(τέσσᾰρες, τεσσᾰρων, τέτρᾰσι(ν), τέσσαρας.) [[four]] ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον (O. 8.68) ἀν ἵπποισι δὲ τέτρασιν (O. 10.69) [[τέτρασι]] δ' [[ἔμπετες]] [[ὑψόθεν]] σωμάτεσσι (P. 8.81) τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν (N. 2.19) [[ἐλᾷ]] δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰὼν (cf. Dodds on [[Plato]], [[Gorgias]] 451e) (N. 3.74) τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων [[ἀνδρῶν]] ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (I. 4.17) δὴ [[τότε]] [[τέσσαρες]] ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:24, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέσσᾰρες Medium diacritics: τέσσαρες Low diacritics: τέσσαρες Capitals: ΤΕΣΣΑΡΕΣ
Transliteration A: téssares Transliteration B: tessares Transliteration C: tessares Beta Code: te/ssares

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, gen. ων: dat. τέσσαρσι (ν) Th.2.21, Act.Ap.12.4, etc.; poet. τέτρᾰσι Hes.Fr.188, Pi.O.8.68, al., and in late Prose, as LXX Jd.9.34, Str.13.1.3, Hermog.Meth.29, Alex.Aphr.in Top.208.12,in Sens.54.18, PSI10.1126.9 (iii A.D.), v.l. in Act.Ap.11.5 (cod. D), and in good codd. of Arist.IA704a11, al., Theol.Ar.19, etc.; also τέταρσι SIG729.3 (Delph., i B.C.), PSI9.1028.10 (i A.D.):—Att. τέττᾰρες, τέττᾰρα, dat. τέτταρσιν Isoc.12.3; also τάρων (v. τάρες) for τεττάρων; Phocian dat. τεττάροις IG9(1).32.78 (Stiris, ii B.C.):—Ion. and later Gr. τέσσερες, τέσσερα, SIG57.25 (Milet., v B.C.), Schwyzer 289.120 (Rhodian, ii B.C.), etc. (dat. τέσσερσι Hdt.6.41, τεσσέρασιν SIG633.98 (Milet., ii B.C.)), but τέσσαρες in Hom., and Schwyzer707 B 4 (Ephesus, vi B.C.), etc.: codd. of LXX have τέσσαρες (nom. and acc.), τεσσάρων, τέσσαρσι, but τέσσερα (ς), τεσσεράκοντα; since however τέσσερα (ς) and τεσσεράκοντα, apart from Ion., are not common in Papyri before ii A.D., the LXX autographs prob. had τέσσαρα (ς) and τεσσαράκοντα; the form τέσσερα (ς) is here due to avoidance by the copyists of the sequence ε-α-α:—Dor. τέτορες, τέτορα, Hes.Op. 698, Phoc.3, Simon.91, Epich.149, SIG240I8 (Delph., iv B.C.), al., Theoc.14.16:—Ep. (prob. Aeol.) πίσῠρες [ῐ] Od.5.70, 16.249, A.R. 2.1110, Nic.Th.182; acc. πίσῠρας Od.22.111, Il.15.680, al., Call.Dian. 105, IGRom.4.360.26 (Pergam., ii A.D.); gen. πισύρων Dam.Isid.290 (metrical?), prob. in Hsch.; dat. πισύρεσσι, πισύροισι, -ῃσι, -αις, Nonn.D.16.119, 38.176, 236, 39.377, AP14.7.4: Aeol. also πέσῠρες, neut. πέσῠρα Epigr.Gr.988.6 (Balbilla); and πέσσῠρες, πέσσῠρα, Hsch.:—Boeot. πέττᾰρες, α (q.v.):—four, Od.9.335, etc.; διὰ τεττάρων the musical interval of the fourth, Damox.2.55, etc.; τὰ τέσσαρα the four simple bodies of Empedocles, Plot.6.2.2; the four kinds of quality or four Aristotelian senses of ποιόν, Id.6.1.10; the four cardinal principles of Epicurus (cf. τετραφάρμακος), Phld.Herc.1251.11. (Cf. Skt. catvā´ras (acc. catúras), Lat. quattuor, Lith. keturì, etc.: I.-E. qu̯etu̯or-.)

German (Pape)

[Seite 1095] οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, gen. τεσσάρων, dat. τέσσαρσι, und poet. τέτρασι, Hes. Irg. 47, 5 Pind. Ol. 8, 68. 11, 69; att τέτταρες, ion. τέσσερες, dor. τέττορες und τέτορες, aber Pind. hat τέσσαρες, N. 2, 19. 3, 74, äol. πίσυρες; – vier; Hom. Il. 2, 618. 18, 578 und sonst, der neben der gew. auch die äol. Form πίσυρες hat (s. oben); Pind. Ol. 11, 69 u. öfter; Tragg. u. in Prosa. – Als sehr geringe Zahl gebraucht, Ar. Ach. 2. – Zuweilen wird es indeklinabel gebraucht, z. B. τέσσαρες als dat., Lob. Phryn. 409.

Greek (Liddell-Scott)

τέσσᾰρες: οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, γενικ. ων· δοτικ. τέσσαρσι Θουκ. 2. 21, Ξεν., κλπ.· ποιητικ. τέτρᾰσι Ἡσ. Ἀποσπ. 47. 5, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις· ― νεώτερ. Ἀττ. τέττᾰρες, τέττᾰρα· καὶ τάρων ἀντὶ τεττάρων, Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 11· ― παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις, τέσσερες, τέσσερα, δοτικ. τέσσερσι Ἡρόδ. 6, 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741. 15, κ. ἀλλ. ― Δωρικ. τέτορες, τέτορα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 696, Φωκυλ. 3, Σιμωνίδ. 91, Ἐπίχ. 100 Ahr., Συλλ. Ἐπιγρ. 1690. 10, κ. ἀλλ. ― Αἰολικ. καὶ Ἐπικ. πίσυρες, πίσυρα Ἰλ. Ο. 680, Ὀδ. Ε. 70· ― Βοιωτ. πέτταρες, α, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569. 38. Τέσσαρες, κοινῶς «τέσσερες», Ὅμηρ., κλπ. πρβλ. διαπασῶν. (Πρὸς τὸ τέσσαρες, πρβλ. Σανσκρ. Ќatur, Ќatvâr-as· Λατ. quatuor (Ὀσκ. petur, πρβλ. Αἰολικ. πίσυρες, Οὐαλλικ. pedwar)· Λιθ. ketur-i· Γοτθ. fidvôr· Ἀρχ. Γερμαν. fior (vier, Ἀγγλ. four)· πρβλ. τέταρτος ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ες, α ; gén. άρων, dat. αρσι, acc. αρας, ας, α;
quatre.
Étymologie: p. *τέτϜαρες, myc. qetore, lat. quatuor, skr. katvaras.

English (Autenrieth)

four.

Spanish

cuatro

English (Strong)

or neuter tessara a plural number; four: four.

English (Thayer)

(τεσσερ() (τετρα() in composition equivalent to τετορα, Aeolic (Doric rather) for τέσσαρα.

Greek Monolingual

τέσσαρα, ΝΜΑ
άκλ. (λόγιος τ.) (απόλ. αριθμτ.) βλ. τέσσερεις.

Greek Monotonic

τέσσᾰρες: οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, γεν. τεσσάρων· δοτ. τέσσαρσι, ποιητ. τέτρᾰσι· μεταγεν. Αττ. τέττᾰρες, τέττᾰρα· στους Ιων. πεζογράφους, τέσσερες, τέσσερα, δοτ. τέσσερσι· Δωρ. τέτορες, τέτορα· Αιολ. και Επικ. πίσυρες, πίσυρα· Βοιωτ. πέτταρες· τέσσερις, Λατ. quatuor, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τέσσᾰρες: ион. τέσσερες, атт. τέττᾰρες, дор. τέττορες и τέτορες, эп.-эол. πίσῠρες, α (dat. τέσσαρσι - ион. τέσσερσι, Hes. и поздн. τέτρᾰσι) четыре, четверо Hom. etc.

English (Slater)

(τέσσᾰρες, τεσσᾰρων, τέτρᾰσι(ν), τέσσαρας.) four ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον (O. 8.68) ἀν ἵπποισι δὲ τέτρασιν (O. 10.69) τέτρασι δ' ἔμπετες ὑψόθεν σωμάτεσσι (P. 8.81) τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν (N. 2.19) ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰὼν (cf. Dodds on Plato, Gorgias 451e) (N. 3.74) τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (I. 4.17) δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 5.

Middle Liddell

τέσσᾰρες, οἱ, αἱ, τέσσαρα, ων, τά,
four, Lat. quatuor, Hom., etc.

Frisk Etymology German

τέσσαρες: -α (Hom. [attizistisch für τέσσερες? Wackernagel Unt. 13] u. a.),
{téssares}
Forms: att. τέτταρες, ion. ark. hell. τέσσερες, dor. nw. gr. τέτορες, äol. (Hom.) πίσυρες, lesb. πέσ(σ)υρες, böot. πέτταρες
Meaning: vier
Composita: Als Vorderglied in τεσσαράκοντα, att. τετταράκοντα, ion. hell. τεσσεράκοντα, dor. τετρώκοντα vierzig; auch in τεσσαράβοιος vier Rinder wert (Ψ 705; Risch Mus. Helv. 2, 19) u.a. Dafür sehr oft τετρα-, z.B. τετράκυκλος vierräderig (Hom. usw.), τετρακόσιοι, dor. -κάτιοι vierhundert; myk., z.B. qe-to-ro-we = τετρωες mit vier Ohren.
Derivative: Davon das Ordinale τέταρτος, ep. auch τέτρατος, böot. πέτρατος der vierte mit τεταρταῖος (Theok. τετόρταιος) am vierten Tage eintreffend (ion. att.), m. (sc. πυρετός) als Fieberart Quartana (Strömberg Wortstud. 74ff.). Kollektiva: τετράς (böot. πετράς) f. Periode von vier Tagen, Vierzahl, gew. der vierte Tag des Monats (seit h. Merc., Hes.); τετρακτύς, -ύος f. Vierzahl (Pythag.). Zahladverb τετράκις (seit ε 306; böot. π-), posthom. auch -κι viermal. Weitere Adverbia: τέτραχα, -χῆ, -χόθι, -χῶς u.a. (ion. att.); auch -χθά (Hom.); dazu Adj. τετραξός (Arist.), -ασσός (sp. Pap.), wie διξός, δισσός usw. — Weitere Einzelheiten m. Lit. Schwyzer 589 f., 597 f.
Etymology: Das idg. Zahlwort für vier hatte eine sehr verwickelte Flexion, die sich an Hand der einzelsprachlichen Zeugnisse im großen und ganzen restituieren läßt. Für das Griech. kommen folgende Formen besonders in Betracht. Nom. *qʷetu̯ores in τέτορες mit τ statt σσ, ττ nach τέτρασι u.a. (anders Fraenkel Phil. 97, 162); damit identisch arm. č̣ork‘, toch. A śtwar, B śtwer; mit Länge des ō aind. catvā́rah, got. jidwor, mit sekund. a in der Anfangssilbe lat. quattuor. Akk. *qʷeturn̥s in πέσυρας = aind. catúraḥ, lit. keturì, got. fidur-, z B fidur-dogsτεταρταῖος’; dazu neuer Nom. πέσυρες, wozu mit Reduktionsvokal πίσυρες (vgl. Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 5). Lok. *qʷetu̯r̥su in Dat. τετράσι (neben aind. catúrṣu nach catúraḥ). Ordinale *qʷetu̯r̥-tos in τέτρατος, τέταρτος = lit. ketuĩrtas, toch. A śtärt, B śtarte (vgl. v. Windekens Orbis 16, 473) neben aind. caturtháḥ. — In τέσσερες kann wie im Kollektiv lit. ketverì, aksl. četverъ, idg. *qʷetu̯eres erhalten sein; nach anderer Auffassung (z.B. Bechtel Dial. 3, 156 f.) dagegen τέσσερες durch Vokalassimilation aus τέσσαρες, dessen α (statt ο) jedenfalls eine sekundäre Schwachstufe enthält (vgl. τέταρτος). Unklar τετρώκοντα (vgl. lat. quadrāginta?). — Weitere Einzelheiten m. Lit. bei Schwyzer a. O. und bei Szemerényi Numerals 15ff., 79 ff., 115ff.; für Hom. auch Chantraine Granun. hom. 1, 25, 114, 260; für die übrigen Sprachen außer Spezialwörterbüchern und Grammatiken noch WP. 1, 512, Pok. 642 ff. — Vgl. auch τράπεζα und τρυφάλεια.
Page 2,883-884

Chinese

原文音譯:tšssarej 帖沙雷士
詞類次數:形容詞(42)
原文字根:四 相當於: (אַרְבַּע‎)
字義溯源:四*,四個班
同源字:1) (γεννάω)十和四 2) (τεσσαράκοντα / τεσσεράκοντα)四十 3) (τεσσαρακονταετής / τεσσερακονταετής)四十年的 4) (τέσσαρες)四 5) (τεσσαρεσκαιδέκατος)第十四 6) (τεταρταῖος)關於第四天 7) (τέταρτος)第四 8) (τετράγωνος)四角的 9) (τετράδιον)四人一班 10) (τετρακισχίλιοι)四乘一千 11) (τετρακόσιοι)四百 12) (τετράμηνος)四個月 13) (τετραπλόος / τετραπλοῦς)四倍的 14) (τετράπους)四足走獸 15) (τετραρχέω)作四分領太守 16) (τετράρχης)四分之一領土的統治者
出現次數:總共(41);太(1);可(2);路(1);約(2);徒(6);啓(29)
譯字彙編
1) 四(25) 太24:31; 可13:27; 路2:37; 約11:17; 約19:23; 徒10:11; 徒11:5; 啓5:6; 啓5:8; 啓5:14; 啓6:1; 啓6:6; 啓7:1; 啓7:1; 啓7:4; 啓7:11; 啓9:13; 啓14:1; 啓14:3; 啓14:3; 啓15:7; 啓19:4; 啓19:4; 啓20:8; 啓21:17;
2) 四個(8) 徒21:9; 徒21:23; 徒27:29; 啓4:4; 啓4:6; 啓4:8; 啓9:14; 啓9:15;
3) 四位(6) 啓4:4; 啓4:10; 啓5:8; 啓7:1; 啓7:2; 啓11:16;
4) 四個班(1) 徒12:4;
5) 四個人(1) 可2:3