ὑποτακτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> subordonné :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>particul.</i> soumis, dépendant;<br /><b>II.</b> qui concerne la subordination ; ἡ ὑποτακτική ([[ἔγκλισις]]) le subjonctif ; τὸ ὑποτακτικὸν [[ἄρθρον]] <i>litt.</i> l’article postposé, <i>ou</i> subordonné, <i>càd</i> le pronom relatif [[ὅς]], ἥ, ὅ.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποτάσσω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> subordonné :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>particul.</i> soumis, dépendant;<br /><b>II.</b> qui concerne la subordination ; ἡ ὑποτακτική ([[ἔγκλισις]]) le subjonctif ; τὸ ὑποτακτικὸν [[ἄρθρον]] <i>litt.</i> l'article postposé, <i>ou</i> subordonné, <i>càd</i> le pronom relatif [[ὅς]], ἥ, ὅ.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποτάσσω]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 11:14, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτακτικός Medium diacritics: ὑποτακτικός Low diacritics: υποτακτικός Capitals: ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypotaktikós Transliteration B: hypotaktikos Transliteration C: ypotaktikos Beta Code: u(potaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A post-positive, necessarily placed after something with which it is combined, e.g. μοι, opp. ὑποτασσόμενος (capable of being placed after, e. g. ἐμοί), A.D.Pron.35.22, cf. Adv. 126.21; ὑ. συλλαβαί, e.g. γμ, κμ, χμ, Id.Synt.7.9, cf. 58.3; ὑ. φωνῆεν a vowel which must come second in a diphthong, EM203.47, al.; στοιχεῖα (i.e. ι and υ) D.T.631.8; οὐχ ὑ. τῷ ν τὸ π, π cannot follow ν, D.H.Comp.22. Adv. ὑποτακτικῶς, opp. προτακτικῶς, A.D. Synt.227.15. 2 ὑποτακτικὸν ἄρθρον, i.e. ὅς, , , D.T.640.6, A.D.Pron. 110.14, Greg.Cor.p.385 S.; τὸ ὅς ὑποτακτικόν Ath.11.493b; ὑ. σύνταξις τῶν ἄρθρων A.D.Synt.87.2. 3 of Verbs, ὑ. ἔγκλισις subjunctive mood, D.T.638.8, A.D.Synt.246.15, al.; τὰ καλούμενα ὑ. ῥήματα verbs in the subjunctive, ib.265.25, cf. Conj.243.13, 244.18, al.; ἐὰν τοῦτο ὑποτακτικὸν ᾖ if this is subjunctive, Phryn.337; ὑποτακτικὸς σύνδεσμος conjunction requiring the subjunctive, Thom.Mag.p.132 R. 4 ὑποτακτικόν, τό, a charm for bringing people into subjection, PMag. Lond.121.940; ὑ. Ἀπόλλωνος ib.124.36. 5 ὑποτακτικὰ ζῴδια the feminine ζῴδια, i.e. even numbers beginning with Taurus, Cat.Cod.Astr.1.165, 5(1).187. 6 submissive, obedient, τέκνα PMasp.97v D37 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτακτικός: -ή, -όν, δευτερεύων, ὑποτεταγμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προτακτικός, Εὐστ. Πονημάτ. 95. 90., 221, 24. ΙΙ. ἐπιτασσόμενος, κατόπιν τιθέμενος, ὑπ. φωνῆεν, τ. δεύτερον φωνῆεν διφθόγγου, Ἐτυμ. Μέγ. 203. 47, κ. ἀλλ. 2) ὑπ. ἄρθρον, articulus postpositivus, δηλ. ἡ ἀντων. ὅς, ἥ, ὅ, Γρηγ. Κορίνθου 385. 3) ἐπὶ ῥημάτων, ὑπ. ἔγκλισις, ὑπ. ῥῆμα ἢ ὁ ὑποτακτικός, modus subjunctivus, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 261, κ. ἀλλ.· - ὑπ. σύνδεσμος, ὁ συναπτόμενος ὑποτακτικῇ Θωμ. Μ. - Ἐπίρρ. -κῶς, καθ’ ὑποτακτικήν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 226. 4) ἀναφορικός, ἐπὶ ἀντωνυμίας, «τὸ ὃς ἀντὶ προτακτικοῦ τοῦ ὁ Ὅμηρος οὐδέποτε τίθησι· τοὔμπαλιν δὲ ἀντὶ τοῦ ὃς ὑποτακτικοῦ παραλαμβάνει τὸ προτακτικὸν ό» Ἀθήν. 493Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. subordonné :
1 en gén.
2 particul. soumis, dépendant;
II. qui concerne la subordination ; ἡ ὑποτακτική (ἔγκλισις) le subjonctif ; τὸ ὑποτακτικὸν ἄρθρον litt. l'article postposé, ou subordonné, càd le pronom relatif ὅς, ἥ, ὅ.
Étymologie: ὑποτάσσω.

Spanish

fórmula para someter

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποτακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, -ή, -ό, Ν
ὑποτάσσω
το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική
γραμμ. η έγκλιση του ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο υποτακτικός
ο υπηρέτηςέτσι μιλούσε μόνο στους υπηρέτες, τους υποταχτικούς», Κ. Χατζόπ.)
2. φρ. α) «υποτακτικός λόγος»
γραμμ. η υπόταξη, η διεργασία και το αποτέλεσμα της σύνδεσης γλωσσικών μονάδων-τμημάτων του λόγου έτσι ώστε να αποκτούν διαφορετική συντακτική λειτουργία με την εξάρτηση του ενός από το άλλο
β) «υποτακτικός σύνδεσμος»
γραμμ. σύνδεσμος που συνδέει μια δευτερεύουσα πρόταση με άλλη
γ) «υποτακτική σύνδεση»
γραμμ. σύνδεση με την οποία υποτάσσεται, εξαρτάται μια δευτερεύουσα πρόταση σε μια άλλη
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. εκκλ. λαϊκός ή δόκιμος μοναχός που δέχεται εντολές από μοναχό ή κληρικό σε μοναστήρι
μσν.
1. ευπειθής, υπάκουος·2. φρ. α) «ὑποτακτικὸς σύνδεσμος»
γραμμ. σύνδεσμος που συντάσσεται με υποτακτική (Θωμ. Μ.)
β) «ὑποτακτικὸν ἄρθρον»
γραμμ. η αναφορική αντωνυμία ὅς, , (Γρηγ. Κορ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που παίρνει εντολές από άλλον
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που τοποθετείται οπωσδήποτε μετά από άλλη λέξη, λ.χ. ο τύπος μοι, σε αντιδιαστολή προς τον τύπο έμοί
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποτακτικόν
γοητεία, γήτεμα που φέρνει ανθρώπους σε υποταγή
3. φρ. α) «ὑποτακτικαὶ συλλαβαί»
γραμμ. τα συμπλέγματα γμ, κμ, χμ (Απολλ. Δύσκ.)
β) «ὑποτακτικὰ στοιχεῖα»
γραμμ. τα φωνήεντα ι και υ (Διον. Θρ.)
γ) «ὑποτακτικὰ ῥήματα»
γραμμ. ρηματικοί τύποι στην υποτακτική (Απολλ. Δύσκ.)
δ) «ὑποτακτικὸν φωνῆεν»
γραμμ. το δεύτερο φωνήεν μιας διφθόγγου (Μέγα Ετυμολογικόν).
επίρρ...
ὑποτακτικῶς ΜΑ
γραμμ. με εκφορά στην υποτακτική («οὐκ εἶπεν ὄψομαι ὁριστικῶς, ἀλλ' ἐσίδω ὑποτακτικῶς», Σχόλ. Ευρ.).

Russian (Dvoretsky)

ὑποτακτικός: II ὁ грам. сослагательное наклонение, субъюнктив, конъюнктив.
грам.
1) подчиненный: ὑποτακτικὸν ἄρθρον подчиненный член, т. е. относительное местоимение (ὅς, ἥ, ὅν); ὑποτακτικὸν φωνῆεν неслоговой (второй) гласный дифтонга;
2) подчиняющий (σύνδεσμος);
3) сослагательный: ὑποτακτικὴ ἔγκλισις или ὑποτακτικὸν ῥῇμα сослагательное наклонение.