σθεναρός: Difference between revisions

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sthenaros
|Transliteration C=sthenaros
|Beta Code=sqenaro/s
|Beta Code=sqenaro/s
|Definition=ά (Ion. ή), όν, poet. and Ion.Adj.[[strong]], [[mighty]], Ἄτη <span class="bibl">Il. 9.505</span>; [[βραχίων]] <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>389</span>; σιδήρια <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>31</span>; [[intense]], [[καρδιωγμός]] <span class="bibl">Id.<span class="title">Mul.</span>2.126</span>: Comp., ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>467</span>. Adv. [[σθεναρῶς]] = [[violently]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>20</span>; [[ἀπωθεῖν]] <span class="bibl">Ph.1.553</span>.
|Definition=ά (Ion. ή), όν, poet. and Ion.Adj. [[strong]], [[mighty]], Ἄτη <span class="bibl">Il. 9.505</span>; [[βραχίων]] <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>389</span>; σιδήρια <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>31</span>; [[intense]], [[καρδιωγμός]] <span class="bibl">Id.<span class="title">Mul.</span>2.126</span>: Comp., ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>467</span>. Adv. [[σθεναρῶς]] = [[violently]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>20</span>; [[ἀπωθεῖν]] <span class="bibl">Ph.1.553</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:25, 21 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σθενᾰρός Medium diacritics: σθεναρός Low diacritics: σθεναρός Capitals: ΣΘΕΝΑΡΟΣ
Transliteration A: sthenarós Transliteration B: sthenaros Transliteration C: sthenaros Beta Code: sqenaro/s

English (LSJ)

ά (Ion. ή), όν, poet. and Ion.Adj. strong, mighty, Ἄτη Il. 9.505; βραχίων E.El.389; σιδήρια Hp.Fract.31; intense, καρδιωγμός Id.Mul.2.126: Comp., ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν S.OT467. Adv. σθεναρῶς = violently, Phld.Sign.20; ἀπωθεῖν Ph.1.553.

German (Pape)

[Seite 876] stark, kräftig, mächtig; Ἄτη σθεναρή, Il. 9, 505; ἀελλάδων ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν, d. i. schneller, Soph. O. C. 468; βραχίων, Eur. El. 389; auch in sp. Prosa, λόγοι, S. Emp. adv. log. 2, 160; σθεναρῶς συνάγειν, adv. phys. 1, 437.

Greek (Liddell-Scott)

σθενᾰρός: -ά, -όν, ποιητ. ἐπίθετ., ἰσχυρός, κρατερός, δυνατός, Ἄτη Ἰλ. Ι. 505· βραχίων Εὐρ. Ἠλ. 389· σιδήρια Ἱππ. Ἀγμ. 773. ― Συγκρ., σθεναρώτερον ἵππων φυγᾷ πόδα νωμῶν Σοφ. Ο. Τ. 467.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fort, puissant;
Cp. σθεναρώτερος.
Étymologie: σθένος.

English (Autenrieth)

(σθένος): strong, Il. 9.505†.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σθεναρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α
γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ
γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ.
δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος, θαρραλέος (α. «σθεναρή στάση» β. «σθεναρή αντίσταση»)
2. το αρσ. ως ουσ. σθεναρός
(λογ.) μνημονική λέξη, αντίστοιχη της λατινικής felapton, του δεύτερου τρόπου του τριτόσχημου κατηγορικού συλλογισμού, κατά τον οποίο η μείζων πρόταση είναι καθολικά αποφατική, η ελάσσων καθολικά καταφατική και το συμπέρασμα επιμέρους αποφατικό, λ.χ.: κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να εγκαταλείψει ο ίδιος τον εαυτό του
κάθε άνθρωπος είναι εχθρός του εαυτού του
άρα, υπάρχουν μερικοί εχθροί τους οποίους δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε
αρχ.
βίαιος, σφοδρός («σθεναρὸς καρδιωγμός», Ιπποκρ.).
επίρρ...
σθεναρώς / σθεναρῶς ΝΑ, και σθεναρά Ν
νεοελλ.
με σθένος, με θάρρος και δύναμη
αρχ.
βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σθένος + επίθημα -αρός κατά τα βριαρός, στιβαρός.

Greek Monotonic

σθενᾰρός: -ά, -όν, δυνατός, ισχυρός, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· συγκρ. σθεναρώτερος, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σθενᾰρός -ά -όν [σθένος] krachtig, sterk.

Russian (Dvoretsky)

σθενᾰρός: сильный, могучий (Ἄτη Hom.; βραχίων Eur.).

Middle Liddell

σθενᾰρός, ή, όν
strong, mighty, Il., Eur.:—comp. σθεναρώτερος Soph. [from σθένος

English (Woodhouse)

strong, physically strong

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)