διαλυτικός: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dialutiko/s | |Beta Code=dialutiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[able to sever]], [[τινός]] (sc. [[τέχνη]]) <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>281a</span>; [[destructive]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ti.</span>60b</span>; opp. [[γεννητικός]], Phld.<span class="title">D.</span>3.9. Adv. -κῶς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>153b32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Medic., [[relaxing]], νότοι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[embodying a settlement]] or [[compromise]], ὁμολογία <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>154.1</span> (vi A. D.).</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[able to sever]], [[τινός]] (sc. [[τέχνη]]) <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>281a</span>; [[destructive]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ti.</span>60b</span>; opp. [[γεννητικός]], Phld.<span class="title">D.</span>3.9. Adv. -κῶς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>153b32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Medic., [[relaxing]], νότοι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[embodying a settlement]] or [[compromise]], ὁμολογία <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>154.1</span> (vi A. D.).</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[disolvente]], [[que descompone]] τὸ ... τῆς σαρκὸς διαλυτικόν (ὕδωρ) el líquido que descompone la carne</i> Pl.<i>Ti</i>.60b, νότοι διαλυτικοί vientos del sur que descomponen los cuerpos, e.e., que los relajan</i> Hp.<i>Aph</i>.3.5<br /><b class="num">•</b>medic. [[resolutivo]] [[δύναμις]] ... πνευμάτων δ. Dsc.1.17.2, [[δύναμις]] ... δ. σκληρωμάτων Dsc.4.94, cf. Asclep. en Gal.13.346, Aët.15.15 (p.88), γαγγλίων Orib.<i>Inc</i>.96 tít., διαλυτικὴν ὑγρότητα μεμίχθαι τοῖς ἀποπατήμασιν Gal.16.763, τὸ τῆς διαλυτικῆς ... γραφῖον la receta del (emplasto) disolvente</i>, <i>PMerton</i> 12.22 (I d.C.), cf. Aët.15.17 (p.106)<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ φθαρτικὸν διαλυτικὸν οὐσίας Arist.<i>Top</i>.153<sup>b</sup>33, τὰ διαλυτικά las cosas que son causa de destrucción</i> op. [[τὰ γεννητικά]] Phld.<i>D</i>.3.9.38, cf. S.E.<i>M</i>.9.10, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.333.23, (φῶς) οὐσία δ. σκότους Basil.M.30.408D, ἡ ἔρις διαλυτικόν la discordia es causa de desunión</i> Chrys.M.59.444, cf. 61.291, θερμότης δ. τῆς ἁρμονίας τοῦ ζῴου Phlp.<i>in de An</i>.101.6<br /><b class="num">•</b>subst. (ἡ) δ. [[descomposición]], [[disociación]], [[acción de deshacer]] τὸ δέ γε τῶν συνεστώτων καὶ συμπεπιλημένων δ. por el contrario es una disociación de cosas juntas y apelmazadas</i> Pl.<i>Plt</i>.281a.<br /><b class="num">2</b> como método fil. [[que descompone en partes]] ἡ ἀναλυτικὴ ... δ. el método analítico</i> Ammon.<i>in Porph</i>.37.1.<br /><b class="num">II</b> en rel. con la mediación<br /><b class="num">1</b> [[conciliador]] de pers. Phld.<i>Mus</i>.4.18.32.<br /><b class="num">2</b> jur. [[de conciliación]] en procesos de divorcio, testamentos, etc. [[ἔγγραφος]] δ. ὁμολογία <i>PMasp</i>.154re.12, cf. 167.32, <i>PHerm.Rees</i> 31.4, <i>PMich.Gagos</i> 83 (todos VI d.C.), [[ἀμεριμνία]] <i>SB</i> 8988.4 (VII d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[destructivamente]] como sinón. de φθαρτικῶς Arist.<i>Top</i>.153<sup>b</sup>32. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />propre à dissoudre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[διαλύω]]. | |btext=ή, όν :<br />propre à dissoudre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[διαλύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A able to sever, τινός (sc. τέχνη) Pl.Plt.281a; destructive, Id.Ti.60b; opp. γεννητικός, Phld.D.3.9. Adv. -κῶς Arist.Top.153b32. II Medic., relaxing, νότοι Hp.Aph.3.5. III embodying a settlement or compromise, ὁμολογία PMasp.154.1 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1disolvente, que descompone τὸ ... τῆς σαρκὸς διαλυτικόν (ὕδωρ) el líquido que descompone la carne Pl.Ti.60b, νότοι διαλυτικοί vientos del sur que descomponen los cuerpos, e.e., que los relajan Hp.Aph.3.5
•medic. resolutivo δύναμις ... πνευμάτων δ. Dsc.1.17.2, δύναμις ... δ. σκληρωμάτων Dsc.4.94, cf. Asclep. en Gal.13.346, Aët.15.15 (p.88), γαγγλίων Orib.Inc.96 tít., διαλυτικὴν ὑγρότητα μεμίχθαι τοῖς ἀποπατήμασιν Gal.16.763, τὸ τῆς διαλυτικῆς ... γραφῖον la receta del (emplasto) disolvente, PMerton 12.22 (I d.C.), cf. Aët.15.17 (p.106)
•fig. τὸ φθαρτικὸν διαλυτικὸν οὐσίας Arist.Top.153b33, τὰ διαλυτικά las cosas que son causa de destrucción op. τὰ γεννητικά Phld.D.3.9.38, cf. S.E.M.9.10, Alex.Aphr.in Top.333.23, (φῶς) οὐσία δ. σκότους Basil.M.30.408D, ἡ ἔρις διαλυτικόν la discordia es causa de desunión Chrys.M.59.444, cf. 61.291, θερμότης δ. τῆς ἁρμονίας τοῦ ζῴου Phlp.in de An.101.6
•subst. (ἡ) δ. descomposición, disociación, acción de deshacer τὸ δέ γε τῶν συνεστώτων καὶ συμπεπιλημένων δ. por el contrario es una disociación de cosas juntas y apelmazadas Pl.Plt.281a.
2 como método fil. que descompone en partes ἡ ἀναλυτικὴ ... δ. el método analítico Ammon.in Porph.37.1.
II en rel. con la mediación
1 conciliador de pers. Phld.Mus.4.18.32.
2 jur. de conciliación en procesos de divorcio, testamentos, etc. ἔγγραφος δ. ὁμολογία PMasp.154re.12, cf. 167.32, PHerm.Rees 31.4, PMich.Gagos 83 (todos VI d.C.), ἀμεριμνία SB 8988.4 (VII d.C.).
III adv. -ῶς destructivamente como sinón. de φθαρτικῶς Arist.Top.153b32.
German (Pape)
[Seite 588] ή, όν, zum Auflösen geneigt, auflösend, τινός, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b.
Greek (Liddell-Scott)
διαλῠτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διάλυσιν, τινος Πλάτ. Πολιτ. 281Α, Τιμ. 60Β· χαλαρωτικός, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à dissoudre, gén..
Étymologie: διαλύω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαλυτικός, -ή, -όν)
1. ο ειδικευμένος στη διάλυση
2. ο αναφερόμενος στη διάλυση προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαλυτικά
οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν πάνω στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή προφορά τους από το προηγούμενο φωνήεν (π.χ. πραΰνω, καΐκι, haif, contigue)
αρχ.
1. ιατρ. χαλαρωτικός
2. καταστρεπτικός
3. η τάση ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του μέσα σε ένα υγρό.
Russian (Dvoretsky)
διαλῠτικός: разлагающий, разрушительный (τινος Plat., Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλυτικός -ή -όν [διαλύω] oplossend.