ἀνακαίνωσις: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nakai/nwsis | |Beta Code=a)nakai/nwsis | ||
|Definition=εως, ἡ, = [[ἀνακαίνισις]], <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span>12.2</span>, <span class="title">Tit.</span>3.5. | |Definition=εως, ἡ, = [[ἀνακαίνισις]], <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span>12.2</span>, <span class="title">Tit.</span>3.5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[renovación]] μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινῶσει τοῦ νοός <i>Ep.Rom</i>.12.2, ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ ... ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου <i>Ep.Tit</i>.3.5, τῶν πνευμάτων ὑμῶν Herm.<i>Vis</i>.3.8.9, τοῦ παντός Origenes <i>Cels</i>.4.21, ref. al NT ἡ ... παράδοσις ... κατὰ τὴν ἀνακαίνωσιν τοῦ βιβλίου Clem.Al.<i>Strom</i>.6.15.131. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />renouvellement NT.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνακαινόω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />renouvellement NT.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνακαινόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 13:10, 1 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, = ἀνακαίνισις, Ep.Rom.12.2, Tit.3.5.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
renovación μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινῶσει τοῦ νοός Ep.Rom.12.2, ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ ... ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου Ep.Tit.3.5, τῶν πνευμάτων ὑμῶν Herm.Vis.3.8.9, τοῦ παντός Origenes Cels.4.21, ref. al NT ἡ ... παράδοσις ... κατὰ τὴν ἀνακαίνωσιν τοῦ βιβλίου Clem.Al.Strom.6.15.131.
German (Pape)
[Seite 190] ἡ, die Erneuerung, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαίνωσις: -εως, ἡ, ἀνακαίνισις, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιβ΄, 2, πρὸς Τίτ. γ΄, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
renouvellement NT.
Étymologie: ἀνακαινόω.
English (Strong)
from ἀνακαινόω; renovation: renewing.
English (Thayer)
(εως, ἡ, a renewal, renovation, complete change for the better (cf. ἀνακαινόω): τοῦ νως, object. genitive, πνεύματος ἁγίου, effected by the Holy Spirit, Etym. Magn., Suidas; (Hermas, vis. 3,8, 9 [ET]; other ecclesiastical writings); the simple καίνωσις is found only in Josephus, Antiquities 18,6, 10.) (Cf. Trench, § xviii.)
Greek Monotonic
ἀνακαίνωσις: -εως, ἡ, ανανέωση, ανακαίνιση, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνακαίνωσις: εως ἡ обновление NT.
Middle Liddell
[from ἀνακαινόω
renewal, NTest.
Chinese
原文音譯:¢naka⋯nwsij 安那-開挪西阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向上-新(著)
字義溯源:更新,變化;源自(ἀνακαινόω)=使更新);由(ἀνά)*=上,回復)與(καινός)*=新)組成。我們的得救,乃是重生的洗滌和聖靈的更新( 多3:5),而我們的心思要更新變化( 羅12:2),這是魂的更新
出現次數:總共(2);羅(1);多(1)
譯字彙編:
1) 更新(2) 羅12:2; 多3:5