ἀνθρωπόλεθρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)nqrwpo/leqros
|Beta Code=a)nqrwpo/leqros
|Definition=ον, [[plague of men]], [[murderous]], Suid.
|Definition=ον, [[plague of men]], [[murderous]], Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[criminal]], [[asesino]] Sud., Ἄρης Sch.Gen.<i>Il</i>.21.421.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρωπόλεθρος''': -ον, [[ὄλεθρος]] τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἐξολοθρεύων τοὺς ἀνθρώπους, Εὐστ. Πονημάτ. 239. 51, «ὁ φονεὺς» Σουΐδ.: ― ὡσαύτος, -ολέτης, ου, ὁ, Βυζ.
|lstext='''ἀνθρωπόλεθρος''': -ον, [[ὄλεθρος]] τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἐξολοθρεύων τοὺς ἀνθρώπους, Εὐστ. Πονημάτ. 239. 51, «ὁ φονεὺς» Σουΐδ.: ― ὡσαύτος, -ολέτης, ου, ὁ, Βυζ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[criminal]], [[asesino]] Sud., Ἄρης Sch.Gen.<i>Il</i>.21.421.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρωπόλεθρος]], -ον (Μ)<br />αυτός που εξολοθρεύει τους ανθρώπους.
|mltxt=[[ἀνθρωπόλεθρος]], -ον (Μ)<br />αυτός που εξολοθρεύει τους ανθρώπους.
}}
}}

Revision as of 13:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπόλεθρος Medium diacritics: ἀνθρωπόλεθρος Low diacritics: ανθρωπόλεθρος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: anthrōpólethros Transliteration B: anthrōpolethros Transliteration C: anthropolethros Beta Code: a)nqrwpo/leqros

English (LSJ)

ον, plague of men, murderous, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
criminal, asesino Sud., Ἄρης Sch.Gen.Il.21.421.

German (Pape)

[Seite 234] Menschen verderbend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπόλεθρος: -ον, ὄλεθρος τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἐξολοθρεύων τοὺς ἀνθρώπους, Εὐστ. Πονημάτ. 239. 51, «ὁ φονεὺς» Σουΐδ.: ― ὡσαύτος, -ολέτης, ου, ὁ, Βυζ.

Greek Monolingual

ἀνθρωπόλεθρος, -ον (Μ)
αυτός που εξολοθρεύει τους ανθρώπους.