ἐμμήνιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)mmh/nios
|Beta Code=e)mmh/nios
|Definition=ον, [[monthly]]: [[τὰ ἐμμήνια]] = the [[menses]] of [[women]], Hp.Nat.Mul.7; ἕως ἂν ἐμμηνίῳ γυναικῶν αἵματι καὶ οὔρῳ διαλύσωσιν αὐτήν = till they set it loose with the menstrual blood of women, and with urine J.BJ 4.8.4
|Definition=ον, [[monthly]]: [[τὰ ἐμμήνια]] = the [[menses]] of [[women]], Hp.Nat.Mul.7; ἕως ἂν ἐμμηνίῳ γυναικῶν αἵματι καὶ οὔρῳ διαλύσωσιν αὐτήν = till they set it loose with the menstrual blood of women, and with urine J.BJ 4.8.4
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[menstrual]] γυναικῶν [[αἷμα]] I.<i>BI</i> 4.480<br /><b class="num">•</b>medic., subst. [[τὰ ἐμμήνια]]  = [[menstruación]], [[menstruo]] ἐπὴν δὲ ἀπολήγῃ τὰ ἐμμήνια Hp.<i>Mul</i>.2.167, cf. 1.11, Gal.11.167, τῶν ἐμμηνίων [[κάθαρσις]] Gal.19.454, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.21.4.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμμήνιος''': -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων· [[τὰ ἐμμήνια]], τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικῶν, Ἱππ. 565, κτλ.
|lstext='''ἐμμήνιος''': -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων· [[τὰ ἐμμήνια]], τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικῶν, Ἱππ. 565, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[menstrual]] γυναικῶν [[αἷμα]] I.<i>BI</i> 4.480<br /><b class="num">•</b>medic., subst. [[τὰ ἐμμήνια]]  = [[menstruación]], [[menstruo]] ἐπὴν δὲ ἀπολήγῃ τὰ ἐμμήνια Hp.<i>Mul</i>.2.167, cf. 1.11, Gal.11.167, τῶν ἐμμηνίων [[κάθαρσις]] Gal.19.454, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.21.4.1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμμήνιος]], -ον (Α)<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐμμήνια</i><br />η [[έμμηνος]] [[ρύση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται [[κάθε]] [[μήνα]].
|mltxt=[[ἐμμήνιος]], -ον (Α)<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐμμήνια</i><br />η [[έμμηνος]] [[ρύση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται [[κάθε]] [[μήνα]].
}}
}}

Revision as of 15:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμήνιος Medium diacritics: ἐμμήνιος Low diacritics: εμμήνιος Capitals: ΕΜΜΗΝΙΟΣ
Transliteration A: emmḗnios Transliteration B: emmēnios Transliteration C: emminios Beta Code: e)mmh/nios

English (LSJ)

ον, monthly: τὰ ἐμμήνια = the menses of women, Hp.Nat.Mul.7; ἕως ἂν ἐμμηνίῳ γυναικῶν αἵματι καὶ οὔρῳ διαλύσωσιν αὐτήν = till they set it loose with the menstrual blood of women, and with urine J.BJ 4.8.4

Spanish (DGE)

-ον
menstrual γυναικῶν αἷμα I.BI 4.480
medic., subst. τὰ ἐμμήνια = menstruación, menstruo ἐπὴν δὲ ἀπολήγῃ τὰ ἐμμήνια Hp.Mul.2.167, cf. 1.11, Gal.11.167, τῶν ἐμμηνίων κάθαρσις Gal.19.454, cf. Epiph.Const.Haer.21.4.1.

German (Pape)

[Seite 808] monatlich; τὰ ἐμμ., monatliche Reinigung der Frauen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμήνιος: -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων· τὰ ἐμμήνια, τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικῶν, Ἱππ. 565, κτλ.

Greek Monolingual

ἐμμήνιος, -ον (Α)
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐμμήνια
η έμμηνος ρύση
αρχ.
αυτός που γίνεται κάθε μήνα.