ἐλαιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)laiofo/ros
|Beta Code=e)laiofo/ros
|Definition=ον, [[olive-bearing]], ὄχθος <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>1178</span> (anap.); <b class="b3">χώρα ἐ</b>. land [[fit for olives]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.4.4</span>: <b class="b3">-φόρον, τό</b>, [[oil-shop]], Gloss.
|Definition=ον, [[olive-bearing]], ὄχθος <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>1178</span> (anap.); <b class="b3">χώρα ἐ</b>. land [[fit for olives]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.4.4</span>: <b class="b3">-φόρον, τό</b>, [[oil-shop]], Gloss.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de tierras [[que produce olivos]], [[olivarero]] ὄχθος E.<i>HF</i> 1178, ἡ λευκόγειος (γῆ) Thphr.<i>CP</i> 2.4.4, ἡ δὲ χώρα ἡ μὲν ἦν [[ἀμπελόφυτος]], ἡ δὲ ἐ. una parte de la tierra estaba plantada de vides, la otra de olivos</i> D.S.20.8, cf. D.H.1.37, de Galilea, I.<i>BI</i> 2.592, de Samaria, Cyr.Al.M.71.280D.<br /><b class="num">2</b> de una vasija [[repleta de aceite]] καμψάκη Cyr.Al.M.73.280D.<br /><b class="num">II</b> subst. (τὸ) ἐ. [[alcuza]], <i>Gloss</i>.2.294.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαιοφόρος''': -ον, φέρων, παράγων ἐλαίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1178· ἐπὶ ἐδάφους [[ἔνθα]] τὰ ἐλαιόδενδρα παράγουσι πολὺν καρπόν, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4. 2) ἐλαιοφόρον [[ἀγγεῖον]], «λαδικόν», ῥοΐ, Γλωσσ.
|lstext='''ἐλαιοφόρος''': -ον, φέρων, παράγων ἐλαίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1178· ἐπὶ ἐδάφους [[ἔνθα]] τὰ ἐλαιόδενδρα παράγουσι πολὺν καρπόν, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4. 2) ἐλαιοφόρον [[ἀγγεῖον]], «λαδικόν», ῥοΐ, Γλωσσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de tierras [[que produce olivos]], [[olivarero]] ὄχθος E.<i>HF</i> 1178, ἡ λευκόγειος (γῆ) Thphr.<i>CP</i> 2.4.4, ἡ δὲ χώρα ἡ μὲν ἦν [[ἀμπελόφυτος]], ἡ δὲ ἐ. una parte de la tierra estaba plantada de vides, la otra de olivos</i> D.S.20.8, cf. D.H.1.37, de Galilea, I.<i>BI</i> 2.592, de Samaria, Cyr.Al.M.71.280D.<br /><b class="num">2</b> de una vasija [[repleta de aceite]] καμψάκη Cyr.Al.M.73.280D.<br /><b class="num">II</b> subst. (τὸ) ἐ. [[alcuza]], <i>Gloss</i>.2.294.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοφόρος Medium diacritics: ἐλαιοφόρος Low diacritics: ελαιοφόρος Capitals: ΕΛΑΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: elaiophóros Transliteration B: elaiophoros Transliteration C: elaioforos Beta Code: e)laiofo/ros

English (LSJ)

ον, olive-bearing, ὄχθος E.HF1178 (anap.); χώρα ἐ. land fit for olives, Thphr.CP2.4.4: -φόρον, τό, oil-shop, Gloss.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de tierras que produce olivos, olivarero ὄχθος E.HF 1178, ἡ λευκόγειος (γῆ) Thphr.CP 2.4.4, ἡ δὲ χώρα ἡ μὲν ἦν ἀμπελόφυτος, ἡ δὲ ἐ. una parte de la tierra estaba plantada de vides, la otra de olivos D.S.20.8, cf. D.H.1.37, de Galilea, I.BI 2.592, de Samaria, Cyr.Al.M.71.280D.
2 de una vasija repleta de aceite καμψάκη Cyr.Al.M.73.280D.
II subst. (τὸ) ἐ. alcuza, Gloss.2.294.

German (Pape)

[Seite 789] Oelbäume tragend; Eur. Herc. Fur. 1178; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοφόρος: -ον, φέρων, παράγων ἐλαίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1178· ἐπὶ ἐδάφους ἔνθα τὰ ἐλαιόδενδρα παράγουσι πολὺν καρπόν, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4. 2) ἐλαιοφόρον ἀγγεῖον, «λαδικόν», ῥοΐ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐλαιοφόρος, -ον)
(για περιοχή ή τόπο) αυτός που παράγει ελιές ή λάδι, ελαιοπαραγωγός, ελαιόφυτος
νεοελλ.
1. (για δοχεία ή αγγεία) ο προορισμένος να δέχεται λάδι
2. δοχείο λαδιού, λαδερό, λαδικό
μσν.
1. είδος γερακιού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλαιοφόρον
ελαιοπωλείο.

Greek Monotonic

ἐλαιοφόρος: Αττ. ἐλαο-φόρος, -ον, αυτός που φέρει, παράγει ελιές, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλαιοφόρος: приносящий оливы (ὄχθος Eur.).

Middle Liddell

ἐλαιο-φόρος, αττιξ ἐλαο-φόρος, ον
olive-bearing, Eur.