διαδύω: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>Act. seul. prés. et ao.2</i> διέδυν;<br /><i>d'ord. au Moy.</i> [[διαδύομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαδύω''': ἴδε [[διαδύνω]].
|lstext='''διαδύω''': ἴδε [[διαδύνω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>Act. seul. prés. et ao.2</i> διέδυν;<br /><i>d'ord. au Moy.</i> [[διαδύομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαδύω]] και [[διαδύνω]] (AM)<br />χώνομαι, [[διεισδύω]], [[τρυπώνω]] [[μέσα]] από κάποιο [[άνοιγμα]] [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] διά μέσου<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]], [[υπεκφεύγω]], [[αποφεύγω]]<br /><b>3.</b> [[εξέρχομαι]] από τις δυσχέρειες.
|mltxt=[[διαδύω]] και [[διαδύνω]] (AM)<br />χώνομαι, [[διεισδύω]], [[τρυπώνω]] [[μέσα]] από κάποιο [[άνοιγμα]] [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] διά μέσου<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]], [[υπεκφεύγω]], [[αποφεύγω]]<br /><b>3.</b> [[εξέρχομαι]] από τις δυσχέρειες.
}}
}}

Latest revision as of 18:08, 1 October 2022

French (Bailly abrégé)

Act. seul. prés. et ao.2 διέδυν;
d'ord. au Moy. διαδύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

διαδύω: ἴδε διαδύνω.

Greek Monolingual

διαδύω και διαδύνω (AM)
χώνομαι, διεισδύω, τρυπώνω μέσα από κάποιο άνοιγμα κάπου
αρχ.
1. διέρχομαι διά μέσου
2. διαφεύγω, υπεκφεύγω, αποφεύγω
3. εξέρχομαι από τις δυσχέρειες.