βεβαιωτικός: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] bestätigend, bekräftigend, Epict. ench. 52; ἐπιῤῥήματα, Gramm., z. B. [[δήπου]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] bestätigend, bekräftigend, Epict. ench. 52; ἐπιῤῥήματα, Gramm., z. B. [[δήπου]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à consolider, à garantir.<br />'''Étymologie:''' [[βεβαιόω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βεβαιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιβεβαιῶν, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 52. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐσ. | |lstext='''βεβαιωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιβεβαιῶν, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 52. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐσ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βεβαιωτικός]], -ή, -όν) [[βεβαιωτής]]<br />[[ικανός]], [[κατάλληλος]] για [[επιβεβαίωση]], [[επιβεβαιωτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> «βεβαιωτικά μόρια» — άκλιτες λέξεις που σημαίνουν [[κατάφαση]] με [[βεβαιότητα]] της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[βεβαιωτικός]], -ή, -όν) [[βεβαιωτής]]<br />[[ικανός]], [[κατάλληλος]] για [[επιβεβαίωση]], [[επιβεβαιωτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> «βεβαιωτικά μόρια» — άκλιτες λέξεις που σημαίνουν [[κατάφαση]] με [[βεβαιότητα]] της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A confirmatory, Epict.Ench.52, S.E.P.1.169, etc. II βεβαιωτικόν, τό, tax paid to the government as warrantor of sales, BGU156.9 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que confirma τόπος Epict.Ench.52, τὸ ὀφεῖλον S.E.P.1.169.
2 gram. que da un sentido afirmativo ἐπίρρημα Eust.92.28, cf. 62.37, 1407.11, Sch.Er.Il.1.232, 255, Sch.D.T.105.2.
II subst. τό β. jur. tasa de caución o garantía que pagaba al Estado el comprador de tierra estatal BGU 156.9 (III d.C.).
III adv. βεβαιωτικῶς = de forma aseverativa ἀποφαινόμενοι Iren.Lugd.Haer.5.30.3 (fr.26).
German (Pape)
[Seite 440] bestätigend, bekräftigend, Epict. ench. 52; ἐπιῤῥήματα, Gramm., z. B. δήπου.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à consolider, à garantir.
Étymologie: βεβαιόω.
Greek (Liddell-Scott)
βεβαιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιβεβαιῶν, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 52. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐσ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βεβαιωτικός, -ή, -όν) βεβαιωτής
ικανός, κατάλληλος για επιβεβαίωση, επιβεβαιωτικός
νεοελλ.
γραμμ. «βεβαιωτικά μόρια» — άκλιτες λέξεις που σημαίνουν κατάφαση με βεβαιότητα της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης.